Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017
Περιστολής
Από τον λόγο της περιστολής
στην αυτοπεριστολή του λόγου
από τα blog των φλύαρων υπαρξιακών αναζητήσεων
στο facebook των συμπτυγμένων ασκήσεων απεγνωσμένης αναγνωρισιμότητας
κι από το twitter των 280 χαρακτήρων του αχαρακτήριστου εξυπνακισμού
στο instgram της απόλυτης ανυπαρξίας λόγου
κι ύστερα θα ανακαλυφθεί η καινούργια νοηματική γλώσσα
για κωφάλαλες συνειδήσεις
έρμαιων του πιο χυδαίου θετικισμού
και της ακόμη πιο χυδαίας μεταπρατικής κοινωνίας
στην αυτοπεριστολή του λόγου
από τα blog των φλύαρων υπαρξιακών αναζητήσεων
στο facebook των συμπτυγμένων ασκήσεων απεγνωσμένης αναγνωρισιμότητας
κι από το twitter των 280 χαρακτήρων του αχαρακτήριστου εξυπνακισμού
στο instgram της απόλυτης ανυπαρξίας λόγου
κι ύστερα θα ανακαλυφθεί η καινούργια νοηματική γλώσσα
για κωφάλαλες συνειδήσεις
έρμαιων του πιο χυδαίου θετικισμού
και της ακόμη πιο χυδαίας μεταπρατικής κοινωνίας
Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017
Αυτό να πεις
Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι
για μερικούς οι φωνακλάδες
και γι’ άλλους πολυεδρικοί
σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας
και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους
απ’ τα δένδρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια
κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.
Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ
σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,
μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,
εσύ, εγώ
μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.
σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,
μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,
εσύ, εγώ
μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.
Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,
σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,
μην ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους
κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο
πίσω από ’να δίτροχο
εγώ, που μου πήρανε την Βρισηίδα.
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα
πες για το τίποτα στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να δω που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαγε ίσα πάνου
μόνο σα ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.
Έκτωρ Κακναβάτος, από τη συλλογή “Οδός Λαιστρυγόνων” (1978)
Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017
Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017
Όχι
Όχι
δεν στέρεψες
και δεν ορφάνεψες
Ναι
έχεις πιάσει
τη ζωή από τα κέρατα
και μερικές
φορές δεν έχεις πού να την αφήσεις
περπατώ στις
ερωτήσεις σου
για την
αγάπη και τα σκοτάδια
και τα
"πώς γίνεται;"
και νιώθω
την αγωνία
να λούζει το
κεφάλι τους
δεν σε ξέρω
για να πω ότι
θέλεις να
είναι αλλιώς, θέλεις
την αγάπη
ένα κατώφλι που μια φορά
όποιος το
περνά ποτέ δεν σε ποδοπατά
θέλεις και
το σκοτάδι σου όμορφο
και
καλοφόρετο να τυλιχτούν
μα η αγάπη
ζει με τους τρόπους
κι αυτών που
δεν την έχουν μάθει
και το σκοτάδι
σου μπορεί
λίμνη μαύρη
να λιώνει τα κουράγια
χαίρομαι που
μ' ακούς να πασαλείβω
το σώμα μου
με ματωμένους στίχους
τις νύχτες
που πετάω μακριά
τα ιδρωμένα
σεντόνια και ανακάθομαι
αμήχανος
απέναντι στο ήσυχο σκοτάδι
να ξέρεις
ότι οι ίσκιοι μου τις νύχτες
δεν
απαγγέλουν αλλά κοιμούνται
στη ντουλάπα
περιμένοντας
τον δικό
τους ήλιο να τους αναστήσει
κρίμα που
δεν μου έγραψες τότε
που θα εξόριζες τους πεταμένους
έρωτες και
τους χαμένους συντρόφους
στις
ληγμένες διαδρομές των εισιτηρίων
ίσως θα πρέπει
να τους αφήσεις
στα
σημειώματα, στα γράμματα, στα νεύματα
κάπου στο
αγαπημένο σου συρτάρι
μακριά από
τα εκκαθαριστικά της εφορίας
Α! Δεν
καπνίζω... μη γίνεις στάχτη
και μην
ξεχάσεις το ραντεβού μας στο σούρουπο
Θαλερός
Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017
Με πορφύρωσαν
Και είχαν πένθος σκοτεινό
δυσανάλογο.
Ήταν χιλιόμετρα λινού υφάσματος
που βάζαν όρια
καρφιά
μετά τ΄ αφήναν.
Και ρίχναν άγκυρες
Νερά που ζεματούσαν.
Της αγάπης τα αίματα
Θεοδοσία Μαρινούδη
Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
"Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος: έρχομαι.
«Έρχομαι» μου ’λεγαν δηλαδή (έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε Παρατατικό) «μα μ’ έπιασε η βροχή».
«Ήρθα» σε χρόνο Αόριστο «αλλ’ είχες φύγει πια» «θα ’ρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων).
Και μ’ όλα τ’ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τ ό τ ε, μ’ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τ’ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν», στο «θα» και στο «αλλά».
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ’ρχόσουνα, να ’ρχόσουν και τι να ’ταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω»… «όταν έρθω»… «για να ’ρθω»…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις·
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό, τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: «Να ’ρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να ’σαι εδώ».
Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη·
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«ελέησον και σώσον, έλα» λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι ’ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ’ρχεσαι, να ’ρθεις,
ίσως και να ’ρχόσουνα, να ’ρθεις; αν έρθεις.
Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μ’ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής την μπλόφα:
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! ναι!- κι ελθόντες:
εκείνοι που έρχονται και θα ’ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε,
που θα ’ρθουν αν μπορέσουν πάλι.
Τέλος, όλοι κείνοι
που ’χουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω απ’ την τροχιά τους.
Σταύρος Βαβούρης
Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017
Μην ξεχνάς...
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ‘παιξα όλα μου
πες για το τίποτα, στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να ιδώ που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαε τα ίσα πάνου
μόνο σαν ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.
Έκτωρ Κακναβάτος
Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017
Δαπανήθηκα
Δαπανήθηκα στις λόχμες
μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα.
Έσπειρα πράσινα γυαλιά στους τάφους του χόρτου
και θέρισα ολοχρονίς θέρισα ματιές από μάτια
μίσους ήχους στον αγέρα
λαχανικά της λησμονιάς στο αναψυκτήριο
ένα παλιό εικόνισμα τους Ναπολεοντείους πολέμους
και την αγάπη μου αγάπη μου του πυρετού
στην καρδιά μου στο ξενοδοχείο
στο φως στο χιόνι στον πλυμένο μου σταυρό.
Τραλαριαλό τουλίτ λο.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι – κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι- κομματάκι.
*Ο Γιώργος Μακρής γεννήθηκε το 1923 και αυτοκτόνησε το 1968. Υπήρξε εξέχουσα μποέμ φιγούρα των πνευματικών αναζητήσεων των δεκαετιών ΄60 και ΄70. Ο Γιώργος Μακρής εκφράστηκε με όλα τα είδη του λόγου, αλλά όσο ήταν εν ζωή δεν δημοσίευσε τίποτε από το δικό του πρωτογενές έργο. Υπήρξε αρχισυντάκτης του πρωτοποριακού περιοδικού « πάλι». Στο ίδιο περιοδικό βρίσκουμε μια μετάφρασή του της « Ηλιόπετρας » του Οκτάβιο Πάζ, αλλά και άλλες μεταφράσεις. Επίσης γνωστή και άξαφνη είναι η προκήρυξή του για την ανατίναξη των αρχαίων μνημείων με πρώτο την Ακρόπολη
μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα.
Έσπειρα πράσινα γυαλιά στους τάφους του χόρτου
και θέρισα ολοχρονίς θέρισα ματιές από μάτια
μίσους ήχους στον αγέρα
λαχανικά της λησμονιάς στο αναψυκτήριο
ένα παλιό εικόνισμα τους Ναπολεοντείους πολέμους
και την αγάπη μου αγάπη μου του πυρετού
στην καρδιά μου στο ξενοδοχείο
στο φως στο χιόνι στον πλυμένο μου σταυρό.
Τραλαριαλό τουλίτ λο.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι – κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι- κομματάκι.
Γιώργος Μακρής
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017
Ποιητική συνταγή
Πάρε δυο σύγνεφα· μια λίτρ’ αγέρα
δροσιάς δυο γράνα και μια φλογέρα
τρεις τόνους Πίνδο· τέσσαρους χιόνι
μια λίτρ’ ανάσαση και ένα αηδόνι,
δεμάτια τέσσερα δάφνες, μυρτούλες
ράσα· ξεσκλίδια· γύφτους· αυγούλες
πέντ' έξι σήμαντρα· γλαν γλαν καμπόσα
χιλιάδες κύματα· Όλυμπο και Όσσα
κρεβάτια· γαίματα· σάπια κουφάρια
αστροπελέκια· σκύλους και ψάρια.
Ένα ξεφτέρι· δυο πήχες ράμμα
καμπόσα δάκρυα μέσα σε γράμμα
λαψάνες· λάπατα και καυκαλίδες
δροσιάς δυο γράνα και μια φλογέρα
τρεις τόνους Πίνδο· τέσσαρους χιόνι
μια λίτρ’ ανάσαση και ένα αηδόνι,
δεμάτια τέσσερα δάφνες, μυρτούλες
ράσα· ξεσκλίδια· γύφτους· αυγούλες
πέντ' έξι σήμαντρα· γλαν γλαν καμπόσα
χιλιάδες κύματα· Όλυμπο και Όσσα
κρεβάτια· γαίματα· σάπια κουφάρια
αστροπελέκια· σκύλους και ψάρια.
Ένα ξεφτέρι· δυο πήχες ράμμα
καμπόσα δάκρυα μέσα σε γράμμα
λαψάνες· λάπατα και καυκαλίδες
περικοκλάδι και τσουτσουμίδες.
Δυο δράμια άγρια, σκληρά σκουλήκια
βροντές· βοριάδες· ρόδα και φύκια
αϊτό κλωσούρα, δέκα φλοκάτες
δυο ραμπαούνια· μάτια πινιάτες
μία νυχτερίδα, μία χελώνα
νιόνυφη άνοιξη· προεστό χειμώνα
βλαστήμιες άπειρες· σάρκα καμπόση
και νεκρολούλουδα χορτάτη δόση.
Αχτίδες, σάβανα και έρμα πλάγια
ένα βρικόλακα· μια κουκουβάγια
έναν Αλήπασα· καντάρι τρέλα...
Σε μια θεόχτιστη ρίξ' τα παδέλα
ύστερα κρούσταλλο ρίξε νεράκι,
βρυσούλας γέννημα... ή και απ' αυλάκι.
Πέσε τ' ανάσκελα και πίθωσέ τα
στα έρμα στήθια σου και βάσταέ τα.
Φύσησε, φύσησε στα σωθικά σου,
καμίνι άναψε μες στην καρδιά σου.
Άσ' την παδέλα να πάρη βράση,
μονάχα πρόσεχε να μη σου σπάση.
Ας πάρη μπούρμπουλα μονάχα τρία,
και είναι έτοιμο μ' επιτυχία
γιαχνί αθάνατο, ποιητικό...
Κένωσ' το, κένωσ' το ζεστό ζεστό
σε αλαβάστρινο σκουτέλι ή πιάτο...
και πες του κόσμου: Κόπιασε, φά το.
Δυο δράμια άγρια, σκληρά σκουλήκια
βροντές· βοριάδες· ρόδα και φύκια
αϊτό κλωσούρα, δέκα φλοκάτες
δυο ραμπαούνια· μάτια πινιάτες
μία νυχτερίδα, μία χελώνα
νιόνυφη άνοιξη· προεστό χειμώνα
βλαστήμιες άπειρες· σάρκα καμπόση
και νεκρολούλουδα χορτάτη δόση.
Αχτίδες, σάβανα και έρμα πλάγια
ένα βρικόλακα· μια κουκουβάγια
έναν Αλήπασα· καντάρι τρέλα...
Σε μια θεόχτιστη ρίξ' τα παδέλα
ύστερα κρούσταλλο ρίξε νεράκι,
βρυσούλας γέννημα... ή και απ' αυλάκι.
Πέσε τ' ανάσκελα και πίθωσέ τα
στα έρμα στήθια σου και βάσταέ τα.
Φύσησε, φύσησε στα σωθικά σου,
καμίνι άναψε μες στην καρδιά σου.
Άσ' την παδέλα να πάρη βράση,
μονάχα πρόσεχε να μη σου σπάση.
Ας πάρη μπούρμπουλα μονάχα τρία,
και είναι έτοιμο μ' επιτυχία
γιαχνί αθάνατο, ποιητικό...
Κένωσ' το, κένωσ' το ζεστό ζεστό
σε αλαβάστρινο σκουτέλι ή πιάτο...
και πες του κόσμου: Κόπιασε, φά το.
Παναγιώτης Πανάς (1832-1896)
Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017
Αλήθεια;
Ένας άνθρωπος περπατάει μαζί με τον διάβολο και βλέπει κάποιον άλλο να μαζεύει κάτι από τον δρόμο. Ρωτάει λοιπόν τον διάβολο «Τι μάζεψε αυτός από κάτω;». Του απαντάει εκείνος: «Μια μικρή αλήθεια». Τον ξαναρωτά τότε «Δεν φοβάσαι;», και του απαντά ο διάβολος «Όχι, θα τον βάλω να την οργανώσει».
Κάτι από τα πεζά κείμενα του N. Kαρούζου
Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017
Δάχτυλο
Πάνω στην εκκολαπτόμενη μέρα
της αϋπνίας, ο κόκορας και οι καμπάνες
κι ο ρόγχος του βουνού στεγνώνουν
τις πιτζάμες τους
Μικρά ζευγάρια μάτια χωμένα στο βουνό
αρνούνται να παραδοθούν, να μοιραστούν τον χώρο τους
να παίξουν
Ο ήλιος ανατέλλοντας εξαφανίζει την πόλη κάτω απ τις
ακτίνες του
Όλα μοιάζουν με ομιχλώδη, ακαθόριστη κατεβασιά
Σήμερα η σκέψη κινείται γύρω απ το δάχτυλο καθαυτό
η σκέψη είναι το δάχτυλο, είναι μέσα του
εφάπτεται στο ανάγλυφο δέρμα, ακολουθεί τα αποτυπώματα
εξαντλείται μετέωρη στην κορυφή του
Πόσες φορές το δάχτυλο στερήθηκε την υλική του υπόσταση
τους παλμούς, τη γεύση του, το τρέμουλό του
εξ αιτίας αυτού που έδειχνε;
της αϋπνίας, ο κόκορας και οι καμπάνες
κι ο ρόγχος του βουνού στεγνώνουν
τις πιτζάμες τους
Μικρά ζευγάρια μάτια χωμένα στο βουνό
αρνούνται να παραδοθούν, να μοιραστούν τον χώρο τους
να παίξουν
Ο ήλιος ανατέλλοντας εξαφανίζει την πόλη κάτω απ τις
ακτίνες του
Όλα μοιάζουν με ομιχλώδη, ακαθόριστη κατεβασιά
Σήμερα η σκέψη κινείται γύρω απ το δάχτυλο καθαυτό
η σκέψη είναι το δάχτυλο, είναι μέσα του
εφάπτεται στο ανάγλυφο δέρμα, ακολουθεί τα αποτυπώματα
εξαντλείται μετέωρη στην κορυφή του
Πόσες φορές το δάχτυλο στερήθηκε την υλική του υπόσταση
τους παλμούς, τη γεύση του, το τρέμουλό του
εξ αιτίας αυτού που έδειχνε;
Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017
Τρίτη 16 Μαΐου 2017
Φάρος
Αν θέλαμε να ρίξουμε μια βάρκα
στην στεριά και να την βάψουμε
κανελί και να την γδάρουμε
σαν γιαούρτι
θα παίρναμε μια σούμα
του αχταρμά μας
παράταιρη και ξεχαρβαλωμένη
θα την αφήναμε να βράσει
στις πράσινες όχθες των πάγων που λιώνουν
και κοχλάζοντας βρίσκουν την θάλασσα
Ύστερα θα πρεπε λίγο να σκεφτούμε γι αυτή τη βάρκα
τόσο ύστερα ώστε να μην υπάρχει εκείνη πια
ως τέτοια για να μπορέσουμε κατόπιν να την σκεφτούμε όντως
και να την πεθυμήσουμε..
στην στεριά και να την βάψουμε
κανελί και να την γδάρουμε
σαν γιαούρτι
θα παίρναμε μια σούμα
του αχταρμά μας
παράταιρη και ξεχαρβαλωμένη
θα την αφήναμε να βράσει
στις πράσινες όχθες των πάγων που λιώνουν
και κοχλάζοντας βρίσκουν την θάλασσα
Ύστερα θα πρεπε λίγο να σκεφτούμε γι αυτή τη βάρκα
τόσο ύστερα ώστε να μην υπάρχει εκείνη πια
ως τέτοια για να μπορέσουμε κατόπιν να την σκεφτούμε όντως
και να την πεθυμήσουμε..
Δευτέρα 8 Μαΐου 2017
Παπούτσια στο χωλ
Το ασύλληπτο της υπόθεσης
είναι πως τα ερωτήματα θα τεθούν κάποτε.
Όχι από οθόνες. Αλλά από αληθινά στόματα και χέρια.
Εκστατικά κι αδιαμεσολάβητα. Τσεκουράτα.
Φερ' ειπείν,
"πόσα tweets έκανες όταν σφάδαζε ο κόσμος;"
ή
"γιατί επέμενες να διαβάζεις και να πιστεύεις
και να αναπαράγεις ψέματα αφού ήξερες ότι είναι ψέματα
κι ενώ σφάδαζε ο κόσμος;"
ή
"πόσα ιδεολογικά παραμύθια εκσφενδόνισες
για να κρύψεις την πραγματική ανεπάρκεια
και την τεμπελιά;"
ή
"γιατί κατάντησες την τεμπελιά -κι άλλα πολλά-
βρισιά;"
ή
"πόσες φορές "έκανες το καθήκον σου"
μετρώντας τα λεπτά για να τελειώσει η περαίωσή του;"
ή
"γιατί δεν έκανες ακριβώς αυτό που ήθελες
γράφοντας στα παλιά σου τα παπούτσια τις νέες νόρμες
και κώδικες συμπεριφοράς που απλά αντικατέστησαν τις παλιές νόρμες
και κώδικες συμπεριφοράς;"
ή
"γιατί δεν κάθισες απλά σ' ένα παγκάκι το βράδυ
για να σκεφτείς, για να μη σκεφτείς, για να παρατηρήσεις;"
ή
"γιατί δεν παρατήρησες ποτέ; δεν διάβασες ποτέ; δεν έγραψες ποτέ;
δεν ζωγράφισες ποτέ; δεν έπαιξες ποτέ μουσική;δεν χόρεψες ποτέ;"
ή
"ΠΟΣΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΕΙΧΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΟΥ
όταν σφάδαζε ξυπόλητος ο κόσμος;"
Το ασύλληπτο της υπόθεσης είναι
πως τα ερωτήματα που θα τεθούν
είναι πια αμέτρητα.
Και τώρα, θα κόψω περήφανα
ένα κορόμηλο από το διπλανό σπίτι.
Θα σου το αφιερώσω γλάρος
με σκυμμένο κεφάλι κι έτοιμο φτερό.
Ρωτάω:
Τον ακούς τον Γκιώνη
να ρωτάει;...
είναι πως τα ερωτήματα θα τεθούν κάποτε.
Όχι από οθόνες. Αλλά από αληθινά στόματα και χέρια.
Εκστατικά κι αδιαμεσολάβητα. Τσεκουράτα.
Φερ' ειπείν,
"πόσα tweets έκανες όταν σφάδαζε ο κόσμος;"
ή
"γιατί επέμενες να διαβάζεις και να πιστεύεις
και να αναπαράγεις ψέματα αφού ήξερες ότι είναι ψέματα
κι ενώ σφάδαζε ο κόσμος;"
ή
"πόσα ιδεολογικά παραμύθια εκσφενδόνισες
για να κρύψεις την πραγματική ανεπάρκεια
και την τεμπελιά;"
ή
"γιατί κατάντησες την τεμπελιά -κι άλλα πολλά-
βρισιά;"
ή
"πόσες φορές "έκανες το καθήκον σου"
μετρώντας τα λεπτά για να τελειώσει η περαίωσή του;"
ή
"γιατί δεν έκανες ακριβώς αυτό που ήθελες
γράφοντας στα παλιά σου τα παπούτσια τις νέες νόρμες
και κώδικες συμπεριφοράς που απλά αντικατέστησαν τις παλιές νόρμες
και κώδικες συμπεριφοράς;"
ή
"γιατί δεν κάθισες απλά σ' ένα παγκάκι το βράδυ
για να σκεφτείς, για να μη σκεφτείς, για να παρατηρήσεις;"
ή
"γιατί δεν παρατήρησες ποτέ; δεν διάβασες ποτέ; δεν έγραψες ποτέ;
δεν ζωγράφισες ποτέ; δεν έπαιξες ποτέ μουσική;δεν χόρεψες ποτέ;"
ή
"ΠΟΣΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΕΙΧΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΟΥ
όταν σφάδαζε ξυπόλητος ο κόσμος;"
Το ασύλληπτο της υπόθεσης είναι
πως τα ερωτήματα που θα τεθούν
είναι πια αμέτρητα.
Και τώρα, θα κόψω περήφανα
ένα κορόμηλο από το διπλανό σπίτι.
Θα σου το αφιερώσω γλάρος
με σκυμμένο κεφάλι κι έτοιμο φτερό.
Ρωτάω:
Τον ακούς τον Γκιώνη
να ρωτάει;...
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017
της επιστροφής
Θα καταθέσεις
θα σβήσεις
θα πεις
"δεν ήταν δικά μου"
κι αυτά τα "μη δικά σου"
έγιναν κτήματα άλλων
και σε άλωσαν.
Απλά, δωρικά, λιτά.
"Αληθινά!"
πετάγεται μια φωνή.
Όχι άλλο delete.
Και θα πεις:
Επανήλθα!
Θα συνεχίσεις όμως αναπόφευκτα
να είσαι
"έξυπνο παιδάκι που διαβάζει Καρυωτάκη"
που αρνείται πεισματικά να προφέρει
τη λέξη γκόμενα.
θα σβήσεις
θα πεις
"δεν ήταν δικά μου"
κι αυτά τα "μη δικά σου"
έγιναν κτήματα άλλων
και σε άλωσαν.
Απλά, δωρικά, λιτά.
"Αληθινά!"
πετάγεται μια φωνή.
Όχι άλλο delete.
Και θα πεις:
Επανήλθα!
Θα συνεχίσεις όμως αναπόφευκτα
να είσαι
"έξυπνο παιδάκι που διαβάζει Καρυωτάκη"
που αρνείται πεισματικά να προφέρει
τη λέξη γκόμενα.
Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017
Το δωρικόν τού χαρακτήρος
Γεννησιμιού μου
από πέτρα και θάλασσα
γδέρνοντας
το ξυπόλυτo δέρμα σε πυργόσπιτα και καλντερίμια
παίζοντας με
τα βράχια πάνω σε αλαφιασμένα κύματα
κυνηγώντας
την άκρη των κεραυνών με την ταχύτητα του δυνατού μου γέλιου
φιλώντας
μεθυσμένη το σκληρό χώμα και χορεύοντας με τα λικνιστά φύκια
κραυγάζοντας
ισοκράτες και μοιρολόγια πάνω από κολυμπήθρες και τάφους
κρεμασμένη
από τους σταλακτίτες των ανεξερεύνητων σπηλαίων
με μάτια κλειστά
νιώθω τον Σιρόκο κι ανιχνεύω την καταγωγή της ερήμου του
παλεύω με
τους εφιάλτες γερμένη πάνω σε αρχαία ξυλόγλυπτα
μπερδεύω τη
μιλιά μέσα στην οξειδωμένη γλώσσα των συντακτικών
φερμένη σε
κατάφορτα μποστάνια και καπνισμένους κάμπους
με τις
πατημασιές ριγμένες πάνω στο μαλακό και λασπωμένο χώμα
με μια
απορημένη ακινησία στο απαλό θρόισμα του σιταριού
με τα μεγάλα
πυκνόφυλλα δέντρα να κρύβουν τα παιχνίδια των αστραπών
ξαπλωμένη στο
δροσερό χορτάρι ποθώντας την αγκαλιά του μονόλιθου
μουρμουρίζοντας
τις μελωδίες των μελισσών στο απάνεμο των μαλλιών
ισορροπώντας
στους σταλαγμίτες των παλαιολιθικών δασών
αντικρίζω
τον ουρανό πάνω από τα σύννεφα βαθιά μέσα στα μάτια
παραμιλώντας
σαν πεφταστέρι μέσα σε μελαγχολικό ονειροπόλημα
ακατάληπτες
λέξεις από τους βρυχηθμούς μέχρι τους πυκνωτές των νοημάτων
κυκλωμένη
από το λερό τσιμέντο και την τρύπια άσφαλτο και τις ασυνάρτητες κεραίες
με τα πόδια
πληγωμένα από σπασμένα γυαλιά και αιχμηρά σκουπίδια
με το βλέμμα
δακρυσμένο να εξατμίζεται πάνω από τις μονωμένες ταράτσες
εναγώνια
ιχνηλατώντας τις συνήθειες των αστικών καταιγίδων
ανυψωμένη για
να ανασαίνω τη ζωή των λίγων και μοναχικών δέντρων
αρνούμενη
μια αντίστιξη πάνω στις χυδαίες μελωδίες των πλαστικών προγραμμάτων
μετεωρίζομαι
στους πολυδαίδαλους υπονόμους και τα βρώμικα αντλιοστάσια
με την πλάτη
στον ουρανό από συστολή για τη βλαστήμια του κόσμου
κλειδωμένη
σε έναν σιωπηλό ύπνο κομμάτι θανάτου εξορισμένου ονειροκρίτη
συλλαβίζοντας
τις συμβάσεις σα να ξερνάω βρισιές στον ανακριτή μου
να δώσω
σχήμα στην πέτρα και τη θάλασσά μου
γδέρνοντας
το ξυπόλυτο δέρμα στους σχιστόλιθους των αγαπημένων χειρονομιών
παίζοντας με
τα ορυκτά των βλεμμάτων και τους αστερίες των ακροδαχτύλων
κυνηγώντας
τη βροχή από σταγόνα σε σταγόνα της πιο βαθιάς συγκίνησης
γλυκά
ζαλισμένη με λόγια που δραπέτευσαν από μοναχικό παγκάκι στην άκρη της πόλης
τραγουδώντας
τους δυνατά αναστατώνοντας τις μεγάλες λεωφόρους του τίποτα
ραντίζοντας με
βαθυκόκκινο κρασί το στόμα της μεγάλης μου σπηλιάς
χαϊδεύοντας
τον αιφνίδιο άνεμο που χτυπάει τα πρόσωπα σε κάθε στροφή της διαδρομής
από το ξύπνο
στον ύπνο κι από την ακροβασία στην υπνοβασία του καθεμέρα
δίνω σχήμα
στις λέξεις μου για να σε συναντήσω και πέτρες στα χέρια μου για να μη σε
πάρουν
από μένα
Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017
Ψέματα;
Είπε:
Αυτός είναι ο τρόπος μου.
Ο τρόπος μου.
Δεν ξέρω κάτι άλλο και ποτέ
δεν ήξερα τίποτα
και τι να έκανα;
Αυτή ήταν και είναι η άμυνά μου.
Η ανοησία της γραφής.
ΓΡάφω
ΓΡΑΦω
ΓΡΑΦΩ.
Ξυπνάω και κοιμάμαι
μ' αυτό που έλεγε ο αγαπημένος ερυθρογράφος:
"Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα.
Μαύρη εκδίκηση.
Κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη".
Είπε πάλι:
"πόσο θα ήθελα να σε δω και να
καταργήσω ό,τι ξέρουμε.
Δεν χρειάζεται δα καμιά φοβερή επεξεργασία
αυτή η αλήθεια:
Κάνει κρύο ακόμα και την άνοιξη όταν
δεν μοιράζονται τα χείλη αυτό που ξέρει ο χειμώνας."
Είπε έπειτα:
"Μα καλά ρε μαλάκα
ψηφιακός στίχος;
Ούτε μισό μολύβι:"
Και απάντησε
μολύβι, 01010101, σήματα καπνού
έρωτας, θάνατος εξέγερση.
Είπε τελικά:
Πόε.
"δεν ήμουν ποτέ παιδί σαν όλα τ' άλλα"
και κοιμήθηκε.
Θα με ξεχάσεις;
Αυτός είναι ο τρόπος μου.
Ο τρόπος μου.
Δεν ξέρω κάτι άλλο και ποτέ
δεν ήξερα τίποτα
και τι να έκανα;
Αυτή ήταν και είναι η άμυνά μου.
Η ανοησία της γραφής.
ΓΡάφω
ΓΡΑΦω
ΓΡΑΦΩ.
Ξυπνάω και κοιμάμαι
μ' αυτό που έλεγε ο αγαπημένος ερυθρογράφος:
"Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα.
Μαύρη εκδίκηση.
Κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη".
Είπε πάλι:
"πόσο θα ήθελα να σε δω και να
καταργήσω ό,τι ξέρουμε.
Δεν χρειάζεται δα καμιά φοβερή επεξεργασία
αυτή η αλήθεια:
Κάνει κρύο ακόμα και την άνοιξη όταν
δεν μοιράζονται τα χείλη αυτό που ξέρει ο χειμώνας."
Είπε έπειτα:
"Μα καλά ρε μαλάκα
ψηφιακός στίχος;
Ούτε μισό μολύβι:"
Και απάντησε
μολύβι, 01010101, σήματα καπνού
έρωτας, θάνατος εξέγερση.
Είπε τελικά:
Πόε.
"δεν ήμουν ποτέ παιδί σαν όλα τ' άλλα"
και κοιμήθηκε.
Θα με ξεχάσεις;
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017
της επανάληψης...
"Η ευτυχία δεν είναι τίποτα παραπάνω από καλή υγεία και κακή μνήμη."
"Γράψε μεθυσμένος, επεξεργάσου νηφάλιος."
Έρνεστ Χέμινγουει
τόσα και τόσα για το Τίποτα
μην λέμε πάλι τα ίδια.
Και για ελπίδες και ματαιώσεις
και άλλα που επαναλαμβάνονται αέναα.
Αυτή η Κυριακή δεν θα μπορούσε να μην είναι συννεφιασμένη.
Δεν γαμιέται...
Ας ακούσουμε ένα κομμάτι από το 1998.
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017
της αγρανάπαυσης...
-Ζούμε ιστορικές στιγμές.
-Ναι. Κάποια στιγμή θα καταγράψουμε ό,τι καταλάβαμε.
-Πώς θα γίνει, αν απλά ξαπλώνουμε σ' αυτή τη ζεστή γωνιά;
-Είναι δική μας.
-Ζούμε ιστορικές στιγμές, έτσι δεν είναι;
-Θα περάσουμε δύσκολα και κάποια στιγμή θα καταγράψουμε.
-Μην το πεις ποτέ αυτό που σκέφτεσαι όσο και να μου άρεσε.
-Δεν θα το πω.
-Σήμερα σφάχτηκαν πάλι. Αίματα.
-Θες να χαμηλώσω τη φλόγα;
-Ο μικρός που σου έλεγα τις προάλλες κουτούλαγε στον τοίχο.
-Τι νιώθεις;
-Θέλω να φύγω. Να πάω κάπου που να μιλάνε τη γλώσσα μου.
-Θα επιστρέψεις;
-Θα έρθεις καμιά βόλτα από κει;
-Θυμάσαι εκείνο το πρωινό;
-Πες μου τι θέλεις τώρα.
-Κάποια στιγμή θα καταγράψουμε. Θα καταγραφούμε. Προς το παρόν πάρε με μια αγκαλιά.
-Γιατί φοράς τις πιτζάμες μου;
-Για να σε μυρίζω.
-Ναι. Κάποια στιγμή θα καταγράψουμε ό,τι καταλάβαμε.
-Πώς θα γίνει, αν απλά ξαπλώνουμε σ' αυτή τη ζεστή γωνιά;
-Είναι δική μας.
-Ζούμε ιστορικές στιγμές, έτσι δεν είναι;
-Θα περάσουμε δύσκολα και κάποια στιγμή θα καταγράψουμε.
-Μην το πεις ποτέ αυτό που σκέφτεσαι όσο και να μου άρεσε.
-Δεν θα το πω.
-Σήμερα σφάχτηκαν πάλι. Αίματα.
-Θες να χαμηλώσω τη φλόγα;
-Ο μικρός που σου έλεγα τις προάλλες κουτούλαγε στον τοίχο.
-Τι νιώθεις;
-Θέλω να φύγω. Να πάω κάπου που να μιλάνε τη γλώσσα μου.
-Θα επιστρέψεις;
-Θα έρθεις καμιά βόλτα από κει;
-Θυμάσαι εκείνο το πρωινό;
-Πες μου τι θέλεις τώρα.
-Κάποια στιγμή θα καταγράψουμε. Θα καταγραφούμε. Προς το παρόν πάρε με μια αγκαλιά.
-Γιατί φοράς τις πιτζάμες μου;
-Για να σε μυρίζω.
της ανάγνωσης...
Αυτό το μούτρο
Περιγράφει ό,τι καλύτερο έχω δει
Τη στιγμή που ξυπνάω.
Με καθιστά ζωντανό. Κι ατόφιο.
Πες τε μου λοιπόν κουτορνίθια
Τον τρόπο να το απαρνηθώ.
Πείτε μου πώς γίνεται.
Αυτό το μούτρο κουβαλάει
Τα υπόγεια νερά της ανύπαρκτης
Χώρας μου .
Έχει ζήσει την καταστολή,
Την απόλυτη καταστολή, μ’ ακούτε;
Μικρός, κυρτός, αυτό που είμαι
Τέλος πάντων
Προσκύνησα το μούτρο που περιγράφω.
Πάντα
Ως
Εργάτης.
Και βόγκηξα
Και έμαθα πολλά.
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017
Αυτογνωσία
είσαι θεός πεντάρφανος από την προσευχή μου
μια θάλασσα μαβιά που δεν φτάνει το σκαρί μου
είσαι ένας φράχτης που αλυχτά να καρφωθεί στη γη μου
τσαλακωμένος ουρανός που λερώνει την αυγή μου
είσαι στρατιά που δεν θα βρει ποτέ τα σύνορά μου
μεταλλαγμένα όνειρα μακριά απ' τη σπορά μου
είσ' επιστήμη ανήμπορη για την εξίσωσή μου
μάζα ψυχρή μικρόψυχη για την περίπτωσή μου
είμαι κουρέλι αβράκωτου με δάκρυα νοτισμένο
ένα ποίημα του Ρεμπώ σε καράβι μεθυσμένο
είμαι το βλέμμα του Μπαμπέφ πριν πέσει η γκιλοτίνα
και το μαχαίρι του Μπλανκί που κάρφωσε την πείνα
είμαι το χέρι του Σαλή που φιλεύει τους παρίες
Δεκέμβρης αλλοπρόσαλλος για τις αστυνομίες
Ντολτσίνο με φωνάζουνε οι εκκλησιές του κόσμου
καίω τις αυταπάτες μου μ' ένα κλαδάκι δυόσμου
Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017
Με θυμάσαι;
με θυμάσαι με ξεχνάς με σέρνεις στα όνειρά σου με ρωτάς
με αγκαλιάζεις και με φτύνεις γελώντας με ποδοπατάς
κι εγώ αμίλητος ματώνω
σα βαλίτσα στο ταξίδι
μιας ζωής που δε χωρώ
με χτυπάς με ξεφτιλίζεις με φιλάς και με ραντίζεις μ' αγιασμό
με παγώνεις και με καις με κλωτσάς σαν πετραδάκι στο γκρεμό
κι εγώ ανάπηρος σαπίζω
ξεχασμένος σε μια στάση
μιας λάθος διαδρομής
με αγκαλιάζεις και με φτύνεις γελώντας με ποδοπατάς
κι εγώ αμίλητος ματώνω
σα βαλίτσα στο ταξίδι
μιας ζωής που δε χωρώ
με χτυπάς με ξεφτιλίζεις με φιλάς και με ραντίζεις μ' αγιασμό
με παγώνεις και με καις με κλωτσάς σαν πετραδάκι στο γκρεμό
κι εγώ ανάπηρος σαπίζω
ξεχασμένος σε μια στάση
μιας λάθος διαδρομής
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)