Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Οι δικοί μου άνθρωποι (γ)


Με φύλλα δυόσμου παζαρεύουνε στο στόμα
τη φύση τους, σε ανάγκη
στα μπαρ στις λεωφόρους
εκλύουν τα παιδικά τους όνειρα
σε αμφίβιες ενήλικες συμπεριφορές.

Στην επιθυμία, της κοσμικής τους ηδονής
με δέηση, τα βράδια που ο ήλιος γέρνει
να εκπληρωθούν ζητούν.
Όμως την μοναξια τους μαρτυρούν
με την αισχύνη του αλλότροπου
με τις ρυτίδες που σκάβει ο χρόνος.

Κι αφού επιθυμούν, μα δίχως να την νιώσουν
μισθώνουν με προσθήκες την αιώνια νιότη
κρύβουν με λούσα την ξημερωμένη θλίψη
ποτίζουνε μυρτίες, στις γλάστρες μεσημέρια
με δάκρυα, πνιγμένα στις βρισιές.

Γίνονται οι διψασμένοι δρόμοι, απ όπου πέρασαν.

Στα κάτεργα του πάθους
του ανεκπλήρωτου έρωτα
καλές μου, πικρόγελες ψυχές
που πάτε;