Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Μια θαλερή ιστορία...

 Θαλερό


Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·
βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,
σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...
Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·
σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·
καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.
Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·
ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·
ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·
ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.
Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.
Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.
Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.

(Άγγελος Σικελιανός ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1968)


...και μια ιστορία των στίχων 25-36


Το όμορφο Θαλερό το επισκεπτόταν πολύ συχνά στις αρχές του αιώνα (1915) ο μεγάλος μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Εκεί εμπνεύστηκε ένα από τα αριστουργήματά του, το "ΘΑΛΕΡΟ". Το μικρό αυτό χωριό έγινε χάρη στον Σικελιανό γνωστό σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο και κέρδισε την αιωνιότητα. Πολλά μπορούν να αλλάξουν, να χαθούν, στα χρόνια που έρχονται. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας ποιητής να απαγγέλλει με θαυμαστή φωνή το "ΘΑΛΕΡΟ" του Άγγελου Σικελιανού. Το ποίημα αναφέρει και μια πανέμορφη κοπέλα του χωριού. Την αρχοντοθυγατέρα (Μαρία Παύλου).
Τα Χριστούγεννα του 1978, ο φίλος Γιώργος Αμάραντος, συνάντησε την κυρία Μαρία Παύλου, η οποία του μίλησε για τα χρόνια εκείνα, που ο Σικελιανός επισκεπτόταν το Θαλερό και αυτή ήταν η αρχοντοθυγατέρα του ποιήματος.

"Η ΑΡΧΟΝΤΟΘΥΓΑΤΕΡΑ"
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Εξήντα περίπου χρόνια πέρασαν από τότε, όταν για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας στο φύλλο μιας επαρχιακής εφημερίδας της Κορινθίας το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού "ΘΑΛΕΡΟ". Και σήμερα για μια ακόμη φορά ακούγεται και πάλι ο λυρικός λόγος του Σικελιανού εμπνευσμένος από το Θαλερό και την αρχοντοθυγατέρα του Μαρία Παύλου.
ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη
.............................................................
.............................................................
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη, στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της Παρθενιάς τη φλόγα,
κι’ απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά στα στήθη της τ’ αμάλαγα
χώριζ’ ολόρτη η ρόγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρειε η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Χριστούγεννα 1978. Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, στο σπίτι του Σωτήρη Αμάραντου, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με πλούσια γκρίζα μαλλιά "πλεμένα" σε κοτσίδα, η αρχοντοθυγατέρα του Σικελιανού κοιτάζει τις κόκκινες γλώσσες της φωτιάς να γλύφουν με λαιμαργία τα κούτσουρα από πεύκο, και ξαναθυμάται. Συγκινημένη από τη χειρονομία του νεαρού ποιητή να της απαγγείλει τους στίχους του Σικελιανού, "τους δικούς της στίχους", ξαναγυρίζει το πρόσωπό της προς το παρελθόν, φανερά σφραγισμένο από τις μνήμες των χαμένων ευκαιριών να ξετυλίγονται αργά, αργά από την ανέμη του χρόνου και να καλπάζουν ανάερα ολονυχτίς μέσα στις άδειες ώρες και στην αστροφεγγιά της Χριστουγεννιάτικης νύχτας.
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαλμένος από τα βάθη της ψυχής, μια ωχρότητα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο από τα χρόνια και την έντονη συγκίνηση και η διήγηση της αρχοντοθυγατέρας αρχίζει δισταχτικά, λες και ο φόβος της γνώσης πετρώνει τον λόγο στ’ απολιθωμένα χείλη.
"Βρισκόμαστε περίπου στα 1916. Ήμουν τότε 14 έως 15 ετών. Όπως κάθε φορά που ο Σικελιανός ανέβαινε από τη βίλα του στη Συκιά Κορινθίας στο Θαλερό, έτσι και σήμερα όλοι οι Θαλερίτες έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν και να τον καλωσορίσουν. Ανέβαινε συχνά θυμάμαι στο Θαλερό. Αγαπούσε το χωριό μας γιατί εμπνεόταν. Κυρίως του άρεσε να γράφει στο "ξάγναντο", κάτω από τον μεγάλο πεύκο, με θέα όλη την πεδινή περιοχή, τον Κορινθιακό και πέρα τ’ αχνόφεγγα βουνά της Ρούμελης.
Και κάτου από την κληματαριά την άγουρη, μ’ επρόσμενε
στο ξάγναντο το σπίτι
στρωτό τραπέζι πούφεγγε λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του αποσπερίτη.
Ήταν νομίζω απόγευμα καλοκαιριού. Εκείνη την ημέρα εφούρνιζα στην αυλή του σπιτιού μου και δεν μπόρεσα να βγω στο δρόμο για να τον χαιρετήσω.
Κάθε φορά που ο Άγγελος, ο όμορφος καβαλάρης, ανέβαινε στο Θαλερό συνοδευόταν από την γυναίκα του την Εύα, ντυμένη με αρχαίες χλαμύδες και από πολλές κοπέλες των καλυτέρων οικογενειών της περιοχής. Κάποτε έπαιρναν μαζί τους και τον Γλαύκο, τον μικρό γιο του Σικελιανού και της Εύας.
Εγνώριζα πολλά από τα κορίτσια που συνόδευαν τον Σικελιανό. Με πολλές ήμουν φίλη και συμμαθήτρια, και πάντοτε περνούσαν από το σπίτι μου για να με χαιρετήσουν ή να μου ζητήσουν κάτι. Θυμάμαι μια φορά μου εζήτησαν ένα σεντόνι για να ξαπλώσουν κάτω από τον πεύκο.
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχθηκε
ν’ αναπαυτή λιγάκι
Πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι!…
Εκείνη την ημέρα λοιπόν ήμουν απασχολημένη με το ψήσιμο του ψωμιού, όταν πέρασαν να με χαιρετήσουν η Έλλη Μαργαρίτη και η Άννα Μιχαλοπούλου.
Γεια σου Μαρία, τι βλέπουμε! Φουρνίζεις; Θα μας φιλέψεις μια λαγάνα;
Μ’ όλη μου την καρδιά κορίτσια, ελάτε αργότερα όταν ψηθούν να σας φιλέψω. Καθίστε όμως να σας ψήσω καφέ! Όχι τώρα Μαρία, η παρέα μας προχώρησε και θα τους χάσουμε, όταν ξαναπεράσουμε για τις λαγάνες θα πιούμε και το καφεδάκι μας.
Απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, όταν ξαφνικά είδα να μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού μου ο Σικελιανός, η Εύα και όλη η παρέα τους.
Φτερούγισε η καρδιά μου από την ταραχή, κι εφλογίσθηκαν τα μάγουλά μου από την αμηχανία. Τους έβαλα να καθίσουν ολόγυρα στην αυλή, τους επρόσφερα ζεστή λαγάνα και ανοίγοντας το ντουλάπι στο κατώι έβγαλα κερήθρες, σπάνιο γλύκισμα για την εποχή εκείνη.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα τριγύρα μου και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο.
Όλοι έφαγαν με όρεξη μα πιο πολύ ο Άγγελος ο οποίος μ’ ευχαρίστησε χαϊδεύοντας τις δυο χοντρές πλεξούδες μου.
Να! Έτσι ακριβώς, σαν να ήταν τώρα".
Και τα μάτια της γριάς κυρίας βουρκώνουν και θαμπώνουν το κρύσταλλο των γυαλιών της. Περνά λίγη ώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της, και η διήγηση ξαναρχίζει μ’ ένα τόνο περισσότερο πονετικό, περισσότερο νοσταλγικό.
"Πέρασαν αρκετές ημέρες από τότε, σχεδόν το είχα ξεχάσει όταν ο Βλάσης ο Γαρέζος μου χτύπησε μια μέρα το φεγγίτη και μου έδωσε να διαβάσω το φύλλο μιας εφημερίδας, νομίζω της "ΣΙΚΥΩΝ".
Μαρία, διάβασε το ποίημα που έγραψε ο Σικελιανός για το Θαλερό!
Όταν διαβάζοντας έφθασα στους στίχους που ανέφεραν εμένα, τις πλεξούδες μου, το λαιμό μου, τα στήθη μου, ένοιωσα βεβαίως μια απέραντη ευχαρίστηση, όμως τρόμαξα μήπως και το αντιληφθεί ο πατέρας μου, γι’ αυτό και το’ σκισα γρήγορα. Άραγε τι θα έλεγε ο κόσμος διαβάζοντας αυτούς τους στίχους; Ευτυχώς εκείνη την εποχή λίγοι διάβαζαν εφημερίδα κι έτσι γι’ αρκετό καιρό δεν συνέβη τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, εγώ παντρεύτηκα, ο Σικελιανός άρχισε τις προετοιμασίες για τις Δελφικές γιορτές του 1926, οι φίλες μου σκορπίσανε. Δυστυχώς όμως δεν τον βοήθησαν όπως του άξιζε, και έπαθε οικονομική καταστροφή. Αλλά, τι τα θυμόμαστε τώρα πια! Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα ξεθώριασαν στο μυαλό μου. Σ’ ευχαριστώ όμως παιδί μου που μ’ έκανες να ξαναθυμηθώ τόσα γεγονότα, ένιωσα πάλι νέα και όμορφη όπως ήμουν και τότε".
Και η αναπόληση των περασμένων τελειώνει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό, ένα αίσθημα λάθους, μέσα σε μια αβάσταχτη σιωπή, σχεδόν μεταφυσική, που πότε πότε διακόπτεται από τον κρότο που κάνουν οι φλούδες του πεύκου καθώς τινάζονται από το αναμμένο τζάκι. 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

βιβλιοθήκη

Ποτέ δεν θυμάμαι,
ποτέ δεν μπορώ να ανακαλέσω
ή
να περιγράψω τα πόμολα
που κλείνουν τις πόρτες του σπιτιού μου.

Δεν υπάρχει λόγος.
Δεν υπάρχει λόγος τελικά
να ασφαλιστούν τα δωμάτια.

Θυμάμαι - κι αυτό αρκεί -
σε ποιά ράφια αναπαύονται τα βιβλία μου.