Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014
Πέργκολα
χαμογέλου μηχανικά
διασχίζοντας ξανά
την αποβάθρα.
Ξέρω πως
ο αμφιβληστροειδής
βαθιά στριφογυρνάει
και κουλουριάζεται.
Ο μηχανισμός έχει χαλάσει
ανοιγοκλείνει
κλείνει ξανά μπορεί να ζει
στην προβολή του.
Ο χρόνος δεν είναι διάσταση
ποιός τόλμησε να πει τέτοια βλακεία;
Ο χρόνος είναι υλικό
Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014
Μικρές ανακοινώσεις
Στάση Ελευθερία
Προσοχή στο κενό μεταξύ διασυρμού και αυταπάτης
Να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα. Μπορεί να γίνουν επικίνδυνα όταν τους δίνετε αξία μεγαλύτερη από την αξία χρήσης τους.
Προσοχή στο κενό μεταξύ διασυρμού και αυταπάτης
Να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα. Μπορεί να γίνουν επικίνδυνα όταν τους δίνετε αξία μεγαλύτερη από την αξία χρήσης τους.
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014
Πύρειος νίκη
Και πάλι, και πάλι στη μακρινή εξορία,
στη μακρινή εξορία.
Σε βουνά, σ' έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ.
Φ. Κάφκα
1922
στη μακρινή εξορία.
Σε βουνά, σ' έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ.
Φ. Κάφκα
1922
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014
Τί επαναστατικό...
...θα ήταν το ποιηταριάτο αν δεν έτρεχε για το Νίκο Ρωμανό;
Αφιερωμένο εξαιρετικά:
In many a time, in many a land
with many a gun in many a hand.
They came by the night, they came by the day
came with their guns to take us away.
With a knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Back in the days of the Roman Empire
they died by the cross and they died by the fire.
In the stone coliseum, the crowd gave a roar
and it all began with that knock on the door.
Just a knock on the door, knock on the door.
here they come to take one more, one more
The years have all passed, we've reached modern times
the Nazis have come with their Nazi war crimes.
Yes, the power was there, the power was found
six million people have heard that same sound.
That old knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Now there's many new words and many new names
the banners have changed but the knock is the same.
On the Soviet shores with right on their side
I wonder who knows how many have died.
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Look over the oceans, look over the lands
look over the leaders with the blood on their hands.
And open your eyes and see what they do
when they knock over their friend, they're knocking for you.
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Phil Ochs
Αφιερωμένο εξαιρετικά:
In many a time, in many a land
with many a gun in many a hand.
They came by the night, they came by the day
came with their guns to take us away.
With a knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Back in the days of the Roman Empire
they died by the cross and they died by the fire.
In the stone coliseum, the crowd gave a roar
and it all began with that knock on the door.
Just a knock on the door, knock on the door.
here they come to take one more, one more
The years have all passed, we've reached modern times
the Nazis have come with their Nazi war crimes.
Yes, the power was there, the power was found
six million people have heard that same sound.
That old knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Now there's many new words and many new names
the banners have changed but the knock is the same.
On the Soviet shores with right on their side
I wonder who knows how many have died.
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Look over the oceans, look over the lands
look over the leaders with the blood on their hands.
And open your eyes and see what they do
when they knock over their friend, they're knocking for you.
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more
With their knock on the door, knock on the door
here they come to take one more, one more
Phil Ochs
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014
Το ιστιοφόρο
|
Σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί,
– ξένοι, που νοσταλγήσανε
πατρίδα όλη τη γη –
κάποια αγωνία μάς έδερνεν
από το βράδι ως την αυγή,
πως το κουράγιο μας γοργά σαν
κύμα θα σβυστεί,
σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί.
|
|
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή,
κ΄ είχε η ζωή μας
αιστανθεί μεγάλο απαυδημό·
κ΄ είχε η καρδιά μας
σφαλιχτό, σα φυλαχτό της τον καημό
και λέγαμε στενάζοντας :
«Πότε θα φτάσουμε αντικρύ;»
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή.
|
|
Μα, ως τόσο, κι αν
γινήκανε κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά,
και το ιστιοφόρο μας
επνίγη στο βυθό,
-ν- η τρικυμία εδιάβηκε
–γιατί να λυπηθώ;–
και να! που φτάσαμε γεροί
σε φως κι απανεμιά,
κι ας μείνανε στο πέλαγο
κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά.
|
|
Δω πέρα θα ησυχάσουμε,
συντρόφοι, τώρα μια στιγμή,
κ΄ ύστερα πια θα φτιάξουμε
καράβι πιο γερό,
να μην τρομάζει κύματα
βαριά κ΄ ενάντιο καιρό,
γιατί η ψυχή μας το ποθεί
πάντα να πελαγοδρομεί,
προς νέες χαρές, νέους
καημούς, προς νέους ωκεανούς.-
Τεύκρος Ανθίας
|
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014
Μέλιος
Τα ψιχία, το ψύχος
οι ψυχές.
Οι χαμένες συντεταγμένες,
τα σημεία στο χάρτη,
αυτά τα γαμημένα σημεία
που ξεχνιούνται θεαματικά.
Αυτά που υπάρχουν
και δεν είναι "μετά",
αυτά που επιμένουν να βρίσκονται μπροστά μας.
Τα ταπεινά σημεία,
τα υπάρχοντα σημεία,
τα σημεία που σκουπίζονται κάτω
από τα χαλάκια των ιδεολογιών.
Αυτά που επανέρχονται θριαμβευτικά
με πόνο και πρησμένα μάτια,
καμπουριασμένα από την αμείλικτη πραγματικότητα,
αυτή την ίδια που ποτέ δεν καταργήθηκε.
Αυτή τη γαμημένη πραγματικότητα που
οι διάφοροι κύκλοι φρόντισαν να την προσβάλουν
ως "αφήγημα".
Σας έχω ένα νέο:
Ο Μέλιος ζει
και δεν έχει facebook.
οι ψυχές.
Οι χαμένες συντεταγμένες,
τα σημεία στο χάρτη,
αυτά τα γαμημένα σημεία
που ξεχνιούνται θεαματικά.
Αυτά που υπάρχουν
και δεν είναι "μετά",
αυτά που επιμένουν να βρίσκονται μπροστά μας.
Τα ταπεινά σημεία,
τα υπάρχοντα σημεία,
τα σημεία που σκουπίζονται κάτω
από τα χαλάκια των ιδεολογιών.
Αυτά που επανέρχονται θριαμβευτικά
με πόνο και πρησμένα μάτια,
καμπουριασμένα από την αμείλικτη πραγματικότητα,
αυτή την ίδια που ποτέ δεν καταργήθηκε.
Αυτή τη γαμημένη πραγματικότητα που
οι διάφοροι κύκλοι φρόντισαν να την προσβάλουν
ως "αφήγημα".
Σας έχω ένα νέο:
Ο Μέλιος ζει
και δεν έχει facebook.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014
Διάλεξε
'Οταν όσα άσχημα θέλεις εσύ να πεις για τον εχθρό σου τα
λέει ο εχθρός σου καλύτερα από σένα για τον εαυτό του, τότε είναι γελοίο να
διαπραγματεύεσαι την επιθετικότητά σου εναντίον του. Η προσπάθειά του να σε
αφοπλίσει, να σε ματαιώσει για να σε ενσωματώσει μεταμορφωμένο ως μια νέα
αβανγκάρντ εκδοχή του, απαντιέται με άρνηση. Με την δημιουργική εκείνη άρνηση
που στοχεύει όχι στην άτρωτη φαινομενολογία του εχθρού αλλά στην τρωτή του
ουσία. Όχι δηλαδή στο πεδίο που ορίζει ο εχθρός, στο πεδίο όπου τα Πάντα μετατρέπονται
σε Τίποτε, αλλά εκεί που το Τίποτε θέλει να γίνει τα Πάντα: κι αυτό δεν μπορεί
να συμβεί ποτέ αν λείπεις Εσύ. Δεν θα συμβεί ποτέ χωρίς Εσένα. Αυτή είναι η
δύναμή σου που -μπορεί να αγνοείς Εσύ αλλά- τρέμει ο εχθρός σου.
Θαλερός
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014
Εντός, εκτός και επί τα αυτά
Μπορεί και να σε αφορά
η ετεροκλιτη δυσφορια
της οποιας η κουνια
ανεμοδερνεται
σ΄ανέφικτο ύψος
Μπορεί και να σεργιανησα
τον χρόνο απ την αρχή ξανα
και γρηγορότερα
προς το συναισθηματικο
_κουραφέξαλα_
παρον
Το δωρο σου
στερείται υλικότητας
χωρις υποδομη.
Είναι μια δυνατότητα
που θα κινειται
όχι για πολυ ακομη
_βαρομετρικο χαμηλο_
πάνω απ το σπιτι
μεχρι να γινει
εκπτωτο και βαρυ
ξανά η αφορμή για ανέβασμα
_Σισυφέ ήξερες για τον κυκλο του νερού;_
Απ ολες τις μικρες φιαλες οξυγονου
που για καλο και για κακο
κουβαλας καθε φορα που αλαφραινεις
(στο διαστημα δεν είναι "βάρος")
διαθλάσαι
και καθε φορα που η φωνη σου
προλαβαινει την αιτιοφοβη
καταδυση στην παρουσία
το κάνει μ ενα μικρο, μικρουτσικο
φορτιο εκπνοης
Γιατί, όπως και να το κάνουμε,
το αντίθετο του παρόντος
είναι το απόν..
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014
Μια θαλερή ιστορία...
Θαλερό
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·
βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,
σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...
Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·
σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·
καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.
Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·
ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·
ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·
ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.
Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.
Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.
Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.
(Άγγελος Σικελιανός ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1968)
...και μια ιστορία των στίχων 25-36
Το όμορφο Θαλερό το επισκεπτόταν πολύ συχνά στις αρχές του αιώνα (1915) ο μεγάλος
μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Εκεί εμπνεύστηκε ένα από τα αριστουργήματά του,
το "ΘΑΛΕΡΟ". Το μικρό αυτό χωριό έγινε χάρη στον Σικελιανό γνωστό σ’ όλο τον
πολιτισμένο κόσμο και κέρδισε την αιωνιότητα. Πολλά μπορούν να αλλάξουν, να χαθούν,
στα χρόνια που έρχονται. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας ποιητής να απαγγέλλει με
θαυμαστή φωνή το "ΘΑΛΕΡΟ" του Άγγελου Σικελιανού. Το ποίημα αναφέρει και μια
πανέμορφη κοπέλα του χωριού. Την αρχοντοθυγατέρα (Μαρία Παύλου).
Τα Χριστούγεννα του 1978, ο φίλος Γιώργος Αμάραντος, συνάντησε την κυρία Μαρία Παύλου, η οποία του μίλησε για τα χρόνια εκείνα, που ο Σικελιανός επισκεπτόταν το Θαλερό και αυτή ήταν η αρχοντοθυγατέρα του ποιήματος.
Τα Χριστούγεννα του 1978, ο φίλος Γιώργος Αμάραντος, συνάντησε την κυρία Μαρία Παύλου, η οποία του μίλησε για τα χρόνια εκείνα, που ο Σικελιανός επισκεπτόταν το Θαλερό και αυτή ήταν η αρχοντοθυγατέρα του ποιήματος.
"Η ΑΡΧΟΝΤΟΘΥΓΑΤΕΡΑ"
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Εξήντα περίπου χρόνια πέρασαν από τότε, όταν για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας στο φύλλο μιας επαρχιακής εφημερίδας της Κορινθίας το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού "ΘΑΛΕΡΟ". Και σήμερα για μια ακόμη φορά ακούγεται και πάλι ο λυρικός λόγος του Σικελιανού εμπνευσμένος από το Θαλερό και την αρχοντοθυγατέρα του Μαρία Παύλου.
ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη
.............................................................
.............................................................
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη, στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της Παρθενιάς τη φλόγα,
κι’ απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά στα στήθη της τ’ αμάλαγα
χώριζ’ ολόρτη η ρόγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρειε η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Χριστούγεννα 1978. Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, στο σπίτι του Σωτήρη Αμάραντου, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με πλούσια γκρίζα μαλλιά "πλεμένα" σε κοτσίδα, η αρχοντοθυγατέρα του Σικελιανού κοιτάζει τις κόκκινες γλώσσες της φωτιάς να γλύφουν με λαιμαργία τα κούτσουρα από πεύκο, και ξαναθυμάται. Συγκινημένη από τη χειρονομία του νεαρού ποιητή να της απαγγείλει τους στίχους του Σικελιανού, "τους δικούς της στίχους", ξαναγυρίζει το πρόσωπό της προς το παρελθόν, φανερά σφραγισμένο από τις μνήμες των χαμένων ευκαιριών να ξετυλίγονται αργά, αργά από την ανέμη του χρόνου και να καλπάζουν ανάερα ολονυχτίς μέσα στις άδειες ώρες και στην αστροφεγγιά της Χριστουγεννιάτικης νύχτας.
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαλμένος από τα βάθη της ψυχής, μια ωχρότητα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο από τα χρόνια και την έντονη συγκίνηση και η διήγηση της αρχοντοθυγατέρας αρχίζει δισταχτικά, λες και ο φόβος της γνώσης πετρώνει τον λόγο στ’ απολιθωμένα χείλη.
"Βρισκόμαστε περίπου στα 1916. Ήμουν τότε 14 έως 15 ετών. Όπως κάθε φορά που ο Σικελιανός ανέβαινε από τη βίλα του στη Συκιά Κορινθίας στο Θαλερό, έτσι και σήμερα όλοι οι Θαλερίτες έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν και να τον καλωσορίσουν. Ανέβαινε συχνά θυμάμαι στο Θαλερό. Αγαπούσε το χωριό μας γιατί εμπνεόταν. Κυρίως του άρεσε να γράφει στο "ξάγναντο", κάτω από τον μεγάλο πεύκο, με θέα όλη την πεδινή περιοχή, τον Κορινθιακό και πέρα τ’ αχνόφεγγα βουνά της Ρούμελης.
Και κάτου από την κληματαριά την άγουρη, μ’ επρόσμενε
στο ξάγναντο το σπίτι
στρωτό τραπέζι πούφεγγε λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του αποσπερίτη.
Ήταν νομίζω απόγευμα καλοκαιριού. Εκείνη την ημέρα εφούρνιζα στην αυλή του σπιτιού μου και δεν μπόρεσα να βγω στο δρόμο για να τον χαιρετήσω.
Κάθε φορά που ο Άγγελος, ο όμορφος καβαλάρης, ανέβαινε στο Θαλερό συνοδευόταν από την γυναίκα του την Εύα, ντυμένη με αρχαίες χλαμύδες και από πολλές κοπέλες των καλυτέρων οικογενειών της περιοχής. Κάποτε έπαιρναν μαζί τους και τον Γλαύκο, τον μικρό γιο του Σικελιανού και της Εύας.
Εγνώριζα πολλά από τα κορίτσια που συνόδευαν τον Σικελιανό. Με πολλές ήμουν φίλη και συμμαθήτρια, και πάντοτε περνούσαν από το σπίτι μου για να με χαιρετήσουν ή να μου ζητήσουν κάτι. Θυμάμαι μια φορά μου εζήτησαν ένα σεντόνι για να ξαπλώσουν κάτω από τον πεύκο.
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχθηκε
ν’ αναπαυτή λιγάκι
Πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι!…
Εκείνη την ημέρα λοιπόν ήμουν απασχολημένη με το ψήσιμο του ψωμιού, όταν πέρασαν να με χαιρετήσουν η Έλλη Μαργαρίτη και η Άννα Μιχαλοπούλου.
Γεια σου Μαρία, τι βλέπουμε! Φουρνίζεις; Θα μας φιλέψεις μια λαγάνα;
Μ’ όλη μου την καρδιά κορίτσια, ελάτε αργότερα όταν ψηθούν να σας φιλέψω. Καθίστε όμως να σας ψήσω καφέ! Όχι τώρα Μαρία, η παρέα μας προχώρησε και θα τους χάσουμε, όταν ξαναπεράσουμε για τις λαγάνες θα πιούμε και το καφεδάκι μας.
Απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, όταν ξαφνικά είδα να μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού μου ο Σικελιανός, η Εύα και όλη η παρέα τους.
Φτερούγισε η καρδιά μου από την ταραχή, κι εφλογίσθηκαν τα μάγουλά μου από την αμηχανία. Τους έβαλα να καθίσουν ολόγυρα στην αυλή, τους επρόσφερα ζεστή λαγάνα και ανοίγοντας το ντουλάπι στο κατώι έβγαλα κερήθρες, σπάνιο γλύκισμα για την εποχή εκείνη.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα τριγύρα μου και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο.
Όλοι έφαγαν με όρεξη μα πιο πολύ ο Άγγελος ο οποίος μ’ ευχαρίστησε χαϊδεύοντας τις δυο χοντρές πλεξούδες μου.
Να! Έτσι ακριβώς, σαν να ήταν τώρα".
Και τα μάτια της γριάς κυρίας βουρκώνουν και θαμπώνουν το κρύσταλλο των γυαλιών της. Περνά λίγη ώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της, και η διήγηση ξαναρχίζει μ’ ένα τόνο περισσότερο πονετικό, περισσότερο νοσταλγικό.
"Πέρασαν αρκετές ημέρες από τότε, σχεδόν το είχα ξεχάσει όταν ο Βλάσης ο Γαρέζος μου χτύπησε μια μέρα το φεγγίτη και μου έδωσε να διαβάσω το φύλλο μιας εφημερίδας, νομίζω της "ΣΙΚΥΩΝ". Μαρία, διάβασε το ποίημα που έγραψε ο Σικελιανός για το Θαλερό!
Όταν διαβάζοντας έφθασα στους στίχους που ανέφεραν εμένα, τις πλεξούδες μου, το λαιμό μου, τα στήθη μου, ένοιωσα βεβαίως μια απέραντη ευχαρίστηση, όμως τρόμαξα μήπως και το αντιληφθεί ο πατέρας μου, γι’ αυτό και το’ σκισα γρήγορα. Άραγε τι θα έλεγε ο κόσμος διαβάζοντας αυτούς τους στίχους; Ευτυχώς εκείνη την εποχή λίγοι διάβαζαν εφημερίδα κι έτσι γι’ αρκετό καιρό δεν συνέβη τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, εγώ παντρεύτηκα, ο Σικελιανός άρχισε τις προετοιμασίες για τις Δελφικές γιορτές του 1926, οι φίλες μου σκορπίσανε. Δυστυχώς όμως δεν τον βοήθησαν όπως του άξιζε, και έπαθε οικονομική καταστροφή. Αλλά, τι τα θυμόμαστε τώρα πια! Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα ξεθώριασαν στο μυαλό μου. Σ’ ευχαριστώ όμως παιδί μου που μ’ έκανες να ξαναθυμηθώ τόσα γεγονότα, ένιωσα πάλι νέα και όμορφη όπως ήμουν και τότε".
Και η αναπόληση των περασμένων τελειώνει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό, ένα αίσθημα λάθους, μέσα σε μια αβάσταχτη σιωπή, σχεδόν μεταφυσική, που πότε πότε διακόπτεται από τον κρότο που κάνουν οι φλούδες του πεύκου καθώς τινάζονται από το αναμμένο τζάκι.
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Εξήντα περίπου χρόνια πέρασαν από τότε, όταν για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας στο φύλλο μιας επαρχιακής εφημερίδας της Κορινθίας το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού "ΘΑΛΕΡΟ". Και σήμερα για μια ακόμη φορά ακούγεται και πάλι ο λυρικός λόγος του Σικελιανού εμπνευσμένος από το Θαλερό και την αρχοντοθυγατέρα του Μαρία Παύλου.
ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη
.............................................................
.............................................................
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη, στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της Παρθενιάς τη φλόγα,
κι’ απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά στα στήθη της τ’ αμάλαγα
χώριζ’ ολόρτη η ρόγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρειε η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Χριστούγεννα 1978. Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, στο σπίτι του Σωτήρη Αμάραντου, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με πλούσια γκρίζα μαλλιά "πλεμένα" σε κοτσίδα, η αρχοντοθυγατέρα του Σικελιανού κοιτάζει τις κόκκινες γλώσσες της φωτιάς να γλύφουν με λαιμαργία τα κούτσουρα από πεύκο, και ξαναθυμάται. Συγκινημένη από τη χειρονομία του νεαρού ποιητή να της απαγγείλει τους στίχους του Σικελιανού, "τους δικούς της στίχους", ξαναγυρίζει το πρόσωπό της προς το παρελθόν, φανερά σφραγισμένο από τις μνήμες των χαμένων ευκαιριών να ξετυλίγονται αργά, αργά από την ανέμη του χρόνου και να καλπάζουν ανάερα ολονυχτίς μέσα στις άδειες ώρες και στην αστροφεγγιά της Χριστουγεννιάτικης νύχτας.
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαλμένος από τα βάθη της ψυχής, μια ωχρότητα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο από τα χρόνια και την έντονη συγκίνηση και η διήγηση της αρχοντοθυγατέρας αρχίζει δισταχτικά, λες και ο φόβος της γνώσης πετρώνει τον λόγο στ’ απολιθωμένα χείλη.
"Βρισκόμαστε περίπου στα 1916. Ήμουν τότε 14 έως 15 ετών. Όπως κάθε φορά που ο Σικελιανός ανέβαινε από τη βίλα του στη Συκιά Κορινθίας στο Θαλερό, έτσι και σήμερα όλοι οι Θαλερίτες έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν και να τον καλωσορίσουν. Ανέβαινε συχνά θυμάμαι στο Θαλερό. Αγαπούσε το χωριό μας γιατί εμπνεόταν. Κυρίως του άρεσε να γράφει στο "ξάγναντο", κάτω από τον μεγάλο πεύκο, με θέα όλη την πεδινή περιοχή, τον Κορινθιακό και πέρα τ’ αχνόφεγγα βουνά της Ρούμελης.
Και κάτου από την κληματαριά την άγουρη, μ’ επρόσμενε
στο ξάγναντο το σπίτι
στρωτό τραπέζι πούφεγγε λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του αποσπερίτη.
Ήταν νομίζω απόγευμα καλοκαιριού. Εκείνη την ημέρα εφούρνιζα στην αυλή του σπιτιού μου και δεν μπόρεσα να βγω στο δρόμο για να τον χαιρετήσω.
Κάθε φορά που ο Άγγελος, ο όμορφος καβαλάρης, ανέβαινε στο Θαλερό συνοδευόταν από την γυναίκα του την Εύα, ντυμένη με αρχαίες χλαμύδες και από πολλές κοπέλες των καλυτέρων οικογενειών της περιοχής. Κάποτε έπαιρναν μαζί τους και τον Γλαύκο, τον μικρό γιο του Σικελιανού και της Εύας.
Εγνώριζα πολλά από τα κορίτσια που συνόδευαν τον Σικελιανό. Με πολλές ήμουν φίλη και συμμαθήτρια, και πάντοτε περνούσαν από το σπίτι μου για να με χαιρετήσουν ή να μου ζητήσουν κάτι. Θυμάμαι μια φορά μου εζήτησαν ένα σεντόνι για να ξαπλώσουν κάτω από τον πεύκο.
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχθηκε
ν’ αναπαυτή λιγάκι
Πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι!…
Εκείνη την ημέρα λοιπόν ήμουν απασχολημένη με το ψήσιμο του ψωμιού, όταν πέρασαν να με χαιρετήσουν η Έλλη Μαργαρίτη και η Άννα Μιχαλοπούλου.
Γεια σου Μαρία, τι βλέπουμε! Φουρνίζεις; Θα μας φιλέψεις μια λαγάνα;
Μ’ όλη μου την καρδιά κορίτσια, ελάτε αργότερα όταν ψηθούν να σας φιλέψω. Καθίστε όμως να σας ψήσω καφέ! Όχι τώρα Μαρία, η παρέα μας προχώρησε και θα τους χάσουμε, όταν ξαναπεράσουμε για τις λαγάνες θα πιούμε και το καφεδάκι μας.
Απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, όταν ξαφνικά είδα να μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού μου ο Σικελιανός, η Εύα και όλη η παρέα τους.
Φτερούγισε η καρδιά μου από την ταραχή, κι εφλογίσθηκαν τα μάγουλά μου από την αμηχανία. Τους έβαλα να καθίσουν ολόγυρα στην αυλή, τους επρόσφερα ζεστή λαγάνα και ανοίγοντας το ντουλάπι στο κατώι έβγαλα κερήθρες, σπάνιο γλύκισμα για την εποχή εκείνη.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα τριγύρα μου και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο.
Όλοι έφαγαν με όρεξη μα πιο πολύ ο Άγγελος ο οποίος μ’ ευχαρίστησε χαϊδεύοντας τις δυο χοντρές πλεξούδες μου.
Να! Έτσι ακριβώς, σαν να ήταν τώρα".
Και τα μάτια της γριάς κυρίας βουρκώνουν και θαμπώνουν το κρύσταλλο των γυαλιών της. Περνά λίγη ώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της, και η διήγηση ξαναρχίζει μ’ ένα τόνο περισσότερο πονετικό, περισσότερο νοσταλγικό.
"Πέρασαν αρκετές ημέρες από τότε, σχεδόν το είχα ξεχάσει όταν ο Βλάσης ο Γαρέζος μου χτύπησε μια μέρα το φεγγίτη και μου έδωσε να διαβάσω το φύλλο μιας εφημερίδας, νομίζω της "ΣΙΚΥΩΝ". Μαρία, διάβασε το ποίημα που έγραψε ο Σικελιανός για το Θαλερό!
Όταν διαβάζοντας έφθασα στους στίχους που ανέφεραν εμένα, τις πλεξούδες μου, το λαιμό μου, τα στήθη μου, ένοιωσα βεβαίως μια απέραντη ευχαρίστηση, όμως τρόμαξα μήπως και το αντιληφθεί ο πατέρας μου, γι’ αυτό και το’ σκισα γρήγορα. Άραγε τι θα έλεγε ο κόσμος διαβάζοντας αυτούς τους στίχους; Ευτυχώς εκείνη την εποχή λίγοι διάβαζαν εφημερίδα κι έτσι γι’ αρκετό καιρό δεν συνέβη τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, εγώ παντρεύτηκα, ο Σικελιανός άρχισε τις προετοιμασίες για τις Δελφικές γιορτές του 1926, οι φίλες μου σκορπίσανε. Δυστυχώς όμως δεν τον βοήθησαν όπως του άξιζε, και έπαθε οικονομική καταστροφή. Αλλά, τι τα θυμόμαστε τώρα πια! Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα ξεθώριασαν στο μυαλό μου. Σ’ ευχαριστώ όμως παιδί μου που μ’ έκανες να ξαναθυμηθώ τόσα γεγονότα, ένιωσα πάλι νέα και όμορφη όπως ήμουν και τότε".
Και η αναπόληση των περασμένων τελειώνει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό, ένα αίσθημα λάθους, μέσα σε μια αβάσταχτη σιωπή, σχεδόν μεταφυσική, που πότε πότε διακόπτεται από τον κρότο που κάνουν οι φλούδες του πεύκου καθώς τινάζονται από το αναμμένο τζάκι.
Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014
βιβλιοθήκη
Ποτέ δεν θυμάμαι,
ποτέ δεν μπορώ να ανακαλέσω
ή
να περιγράψω τα πόμολα
που κλείνουν τις πόρτες του σπιτιού μου.
Δεν υπάρχει λόγος.
Δεν υπάρχει λόγος τελικά
να ασφαλιστούν τα δωμάτια.
Θυμάμαι - κι αυτό αρκεί -
σε ποιά ράφια αναπαύονται τα βιβλία μου.
ποτέ δεν μπορώ να ανακαλέσω
ή
να περιγράψω τα πόμολα
που κλείνουν τις πόρτες του σπιτιού μου.
Δεν υπάρχει λόγος.
Δεν υπάρχει λόγος τελικά
να ασφαλιστούν τα δωμάτια.
Θυμάμαι - κι αυτό αρκεί -
σε ποιά ράφια αναπαύονται τα βιβλία μου.
Τρίτη 12 Αυγούστου 2014
της Κατερίνας...
Αυτή η γυναίκα
σε πιάνει από το χέρι όταν χάνεσαι,
είναι η φίλη
όταν βυθίζεσαι,
κοιμάται σαν βρέφος
ξυπνάει σαν καταιγίδα
γελάει σαν παιδί,
τινάζει τα πόδια της ευχαριστημένη
τη στιγμή που υποδέχεται τα καινούργια της δώρα.
Αυτή η γυναίκα
κατευνάζει
αγχωμένη
τον ίδιο το Θάνατο
τη στιγμή που πατάει με προσηλωμένη
μανία
τα πλήκτρα του πιάνου της.
Αυτή η γυναίκα
αποφασίζει να ζήσει
αρμονικά
με αυτά που ορίστηκαν ως ψεγάδια,
αυτή,
αποφασίζει να φτύσει
τα ινστιτούτα,
τα καθωσπρέπει,
τις άτριχες,
άοσμες
και άκαμπτες βλακείες.
Σ' αυτή τη γυναίκα
δεν βρέχει ξένος όμβρος.
Αυτή η ίδια
είναι η βροχή.
σε πιάνει από το χέρι όταν χάνεσαι,
είναι η φίλη
όταν βυθίζεσαι,
κοιμάται σαν βρέφος
ξυπνάει σαν καταιγίδα
γελάει σαν παιδί,
τινάζει τα πόδια της ευχαριστημένη
τη στιγμή που υποδέχεται τα καινούργια της δώρα.
Αυτή η γυναίκα
κατευνάζει
αγχωμένη
τον ίδιο το Θάνατο
τη στιγμή που πατάει με προσηλωμένη
μανία
τα πλήκτρα του πιάνου της.
Αυτή η γυναίκα
αποφασίζει να ζήσει
αρμονικά
με αυτά που ορίστηκαν ως ψεγάδια,
αυτή,
αποφασίζει να φτύσει
τα ινστιτούτα,
τα καθωσπρέπει,
τις άτριχες,
άοσμες
και άκαμπτες βλακείες.
Σ' αυτή τη γυναίκα
δεν βρέχει ξένος όμβρος.
Αυτή η ίδια
είναι η βροχή.
Κυριακή 10 Αυγούστου 2014
Χωρίς τίτλο (I)
Ι
Οἱ μέρες μου ὅλες λάθος μετρημένες
σὲ τσακισμένα δάχτυλα καὶ καταφαγωμένα
καθὼς χυμοῦσε πάντα πάνω μου τὸ λυσσασμένο τίποτε τῆς ζωῆς
Δὲν ἔχω χρόνο πιὰ
μὲ ἐγκαταλείπουν
οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια
Ὅλα ἔχουν τώρα τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
τὰ χέρια τῶν ἀγαπημένων μας ψάχνοντας γιὰ ἄλλες χειροπέδες
κι ἡ ἄμπωτη ἀπ' τὰ σπασμένα κρύσταλλα τοῦ ἔρωτα
κι ὁ δήμιος ποὺ τελειώνει τὴ δουλειά του καὶ κάνει τὸ σταυρό του
καὶ γυρνάει κι αὐτὸς στὸ σπιτικό του
ὅλα ἔχουν τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μίας γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
ποιὸ βράδυ, θεέ μου, τί νὰ μὴν ἀργήσω
μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου
Πῶς τὸν καιρὸν ἐν ἀτοπήμασιν ἐβιότευσα ρεμβόμενος...
Μαρτύρια πάνω στὰ μαρτύρια
καὶ κρίματα πάνω στὰ κρίματα
χρεωκόπος τοῦ καιροῦ ἀσύγγνωστος
καὶ φτάνει τώρα ξαφνικὰ τὸ μήνυμα ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει...
Νὰ τὸν προφτάσω πρέπει, ἀνάγκη πᾶσα
τώρα, σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου κι ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει
νὰ τὸν προφτάσω κι ἂς μὴ τὸν προφταίνω πιὰ
νὰ ξεκινήσω ἀμέσως... ἀπὸ ποῦ γιὰ ποῦ
σὲ μία κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
-ἔτσι τὰ βρίσκει ὅταν ἔρχεται τὸ μήνυμα
ἔτσι ὅπως πρὶν ἀπὸ μετοίκηση μὲς σ' ἔξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη καὶ ἄχρηστα εὐτελῆ καὶ τιμαλφῆ ἐνθύμια καὶ φυλαχτὰ
φτωχὲς παρηγοριὲς τῆς καθημερινῆς ἁφῆς καὶ τῆς χαμοζωῆς μας
ἀπελπισία τοῦ τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις
ἀπελπισία του νὰ σὲ νοιάζει ἀκόμη τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις...-
σὲ μιὰ κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
Βύρων Λεοντάρης
Οἱ μέρες μου ὅλες λάθος μετρημένες
σὲ τσακισμένα δάχτυλα καὶ καταφαγωμένα
καθὼς χυμοῦσε πάντα πάνω μου τὸ λυσσασμένο τίποτε τῆς ζωῆς
Δὲν ἔχω χρόνο πιὰ
μὲ ἐγκαταλείπουν
οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια
Ὅλα ἔχουν τώρα τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
τὰ χέρια τῶν ἀγαπημένων μας ψάχνοντας γιὰ ἄλλες χειροπέδες
κι ἡ ἄμπωτη ἀπ' τὰ σπασμένα κρύσταλλα τοῦ ἔρωτα
κι ὁ δήμιος ποὺ τελειώνει τὴ δουλειά του καὶ κάνει τὸ σταυρό του
καὶ γυρνάει κι αὐτὸς στὸ σπιτικό του
ὅλα ἔχουν τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μίας γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
ποιὸ βράδυ, θεέ μου, τί νὰ μὴν ἀργήσω
μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου
Πῶς τὸν καιρὸν ἐν ἀτοπήμασιν ἐβιότευσα ρεμβόμενος...
Μαρτύρια πάνω στὰ μαρτύρια
καὶ κρίματα πάνω στὰ κρίματα
χρεωκόπος τοῦ καιροῦ ἀσύγγνωστος
καὶ φτάνει τώρα ξαφνικὰ τὸ μήνυμα ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει...
Νὰ τὸν προφτάσω πρέπει, ἀνάγκη πᾶσα
τώρα, σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου κι ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει
νὰ τὸν προφτάσω κι ἂς μὴ τὸν προφταίνω πιὰ
νὰ ξεκινήσω ἀμέσως... ἀπὸ ποῦ γιὰ ποῦ
σὲ μία κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
-ἔτσι τὰ βρίσκει ὅταν ἔρχεται τὸ μήνυμα
ἔτσι ὅπως πρὶν ἀπὸ μετοίκηση μὲς σ' ἔξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη καὶ ἄχρηστα εὐτελῆ καὶ τιμαλφῆ ἐνθύμια καὶ φυλαχτὰ
φτωχὲς παρηγοριὲς τῆς καθημερινῆς ἁφῆς καὶ τῆς χαμοζωῆς μας
ἀπελπισία τοῦ τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις
ἀπελπισία του νὰ σὲ νοιάζει ἀκόμη τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις...-
σὲ μιὰ κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
Βύρων Λεοντάρης
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Κυριακή 29 Ιουνίου 2014
Παλαμάκια
Παραπαντόμ στο ίσιωμα
πάτησα και γλυτώνω
απ την κατάρα που 'ταξες
μια μέρα στο Τει
Φλέγομαι καλοκαίριασα
μπλούμα και δεν πατώνω
στης καλαμιάς του κάμπου μας
την ύστατη πνοή
Καλέ οι ρίμες μοιάζουνε
να κάνουνε τραγούδι
σουρδείπωνε θα πω κι εγώ
σπείρα μου θαυμαστή
Απ όλα σου τα θαύματα
απ ένα δεν γλυτώνω
κι αν μεγαλώνω
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014
Ζωή Τάχα - Το άγριο γεννά την οικειότητα
Στίχοι: Τάσος Σκορδάκης
Ο Τάσος Σκορδάκης είναι εμβληματική φιγούρα στην μεταπολιτευτική ιστορία του Αιγάλεω.
Μέλος του ΚΚΕ και οργανωτής της ΚΝΕ Αιγάλεω στα τέλη του '70 διαγράφτηκε από το Κόμμα μια και έκφραζε πια τις θέσεις της καταστασιακής διεθνούς. Ο πόλεμος που του ασκήθηκε από το Κόμμα ήταν εξοντωτικός. Το Νοέμβρη του 1981 συμμετείχε στην κατάληψη του Μποδοσάκειου (απέναντι από την κεντρική είσοδο του Μπαρουτάδικου) και ενίσχυσε την θέση για την δημιουργία ενός αντιεμπορευματικού χώρου, τη συγκρότηση ενός προπυργίου ενάντια στις ιδεολογίες και τους θεσμούς του αστικού πολιτισμού. Μετά από μερικά χρόνια άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο στην περιοχή. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Τάσος πεθαίνει καταπονημένος από ένα βαρύ άσθμα. Το 1991 εκδίδεται από δικούς του ανθρώπους συλλογή με δικά του ποιήματα.
site: http://zoitaxa.net
Δευτέρα 26 Μαΐου 2014
Δειλινά διαπιστευτήρια
Το «πού πάει ο έρωτας όταν φεύγει;»
του Tom Robins…
το «πού τριγύριζες κι έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη;»
του Οδυσσέα Ελύτη…
το «η νόηση μοιάζει με παγοθραυστικό»
του Νίκου Καρούζου,
το «εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ κι ας έχω χέρια»
του Ναζίμ Χικμέτ,
το «είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή»
του Κώστα Καρυωτάκη,
το «ένα πουλί πληγωμένο είναι πιο ελαφρύ;»
της Ελένης Βακαλό,
το «το αίμα κλαίει, το αίμα λέει, δεν ακούτε;»
του Πέτρου Ανταίου,
το «οι παλιές φωτογραφίες είναι σοφές, ξέρουν να εκδικούνται»
του Κλείτου Κύρου,
το «τι ελευθερία καθώς η φωνή μου ραντίζει!»
του Αλέξη Ασλάνογλου,
το «οι χωροφύλακες δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα»
του Μιχάλη Κατσαρού,
το «θα με πολεμούσες ακόμη και μ’ αυτά που σου’ μαθα»
του Τίτου Πατρίκιου,
το «δεν υπήρξα παρά μια λακκούβα σκοτεινιάς»
του Τζουζέπε Ουγκαρέττι,
το «στων δικών μου σπονδύλων θα παίξω τον αυλό»
του Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι,
το «στυφά τα μονοπάτια»
του Άρθουρ Ρεμπώ,
το «πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου»
του Πωλ Ελυάρ,
το «στόμα, τέτοια αιμάτινη τομή ομορφιάς»
του Πιερ Ζαν Ζουβ,
το «δεν σε σκέφτομαι, είμαι πολύ κοντά σου»
της Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ,
το «είμαι ευρύς, περικλείω άφθονα»
του Ουώλτ Ουίτμαν,
το «σπίτι σου είναι η ροή σου»
του Μιγέλ Ντε Ουναμούνο,
το «καρδιά σου με παγωμένα επιμνημόσυνα μάτια»
του Ντάντε Ροσέτι,
το «η ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας»
του Ουίλιαμ Μπλέηκ,
το «άξιοι εμείς της ατίμωσης, ότι αυτή μας αποξένωσε από τον ανάξιο καιρό της»
του Γιώργου Χειμωνά,…
Δευτέρα 12 Μαΐου 2014
.Χλαπάτσα.
[Το σχήμα λες;]
Κάθετη κάθετη κάθετη
κρύα
ανεπαίσθητα ευγενική
απορρόφηση
του τσιμέντου
υλικό και κουλτούρα μαζί
Ω!
το προκύπτον εποικοδόμημα
πόσο τυχαία αιχμηρό είναι
στο ύψος της δικής μου καρδιάς
που εσένα σου πέφτει χαμηλότερα
_εκ των πραγμάτων_
και πόσο τελικά έκπτωτο.
Aχ!
η ντομάτα εκείνη
πετώντας την
Κάθετη κάθετη κάθετη
κρύα
ανεπαίσθητα ευγενική
απορρόφηση
του τσιμέντου
υλικό και κουλτούρα μαζί
Ω!
το προκύπτον εποικοδόμημα
πόσο τυχαία αιχμηρό είναι
στο ύψος της δικής μου καρδιάς
που εσένα σου πέφτει χαμηλότερα
_εκ των πραγμάτων_
και πόσο τελικά έκπτωτο.
Aχ!
η ντομάτα εκείνη
πετώντας την
στο έδαφος
γίνεται για λίγο μια κόκκινη μάζα
ακαθόριστη
κι αμέσως επιστρέφει
στο αρχικό της σχήμα
[Εγώ λέω το υλικό.]
γίνεται για λίγο μια κόκκινη μάζα
ακαθόριστη
κι αμέσως επιστρέφει
στο αρχικό της σχήμα
[Εγώ λέω το υλικό.]
Τετάρτη 7 Μαΐου 2014
Για κάποιες νύχτες που...
Σου στέλνω τον πίνακα που έχει φύγει εδώ και καιρό από τα χέρια μου
αλλά επιστρέφει κι επιστρέφει συχνά για να ισορροπεί τις νύχτες σαν
παραθυρόφυλο που το πηγαίνει πέρα δώθε ο αέρας αλλά δεν χτυπάει στον
τοίχο για να μην με ξυπνήσει. Ένα διακριτικό θρόισμα. Έχω αρχίσει να
αποσυντίθεμαι και τα κομμάτια μου γλιστράνε στην Πατησίων, περνάνε
μπροστά από την κατάληψη αλλά δεν γυρίζουν να κοιτάξουν, την Αλεξάνδρας,
την Πέτρου Ράλλη...και πάλι δεν γυρίζουν να κοιτάξουν. Μετά πάλι, κάθε
απόγευμα τα κομμάτια μου γυρίζουν από τα μεθυσμένα τους μικρά ταξίδια,
παίρνουν τη θέση τους σε συνελεύσεις, περνάνε ξυστά από τις παθολογίες,
κάνουν πως δεν ακούνε τις μικρές κακεντρέχειες, πεταρίζουν από χαρά στις
πιο γλυκές χειρονομίες, ξεβράζουν τα νοήματα από τα μεθυσμένα τους
ταξίδια, ομονοούν και χαμογελάνε. Αυτός είμαστε λένε και δείχνουν τη
μεσήλικη συμπύκνωσή μου. Ετοιμάζονται να ξαπλώσουν και με φωνάζουν να τα
αγκαλιάσω σαν ένα φθαρμένο σεντόνι που δεν προφταίνει να ξηλώνει τα
φτέλια του για να καμωθεί το καινούργιο. Κι εγώ πάω σιγά σιγά.
Σε συμμερίζομαι περισσότερο απ' ό,τι φαντάζεσαι. Ακούω τα δικά σου γλιστρίματα, χρησιμοποιώ τους κοινότυπους κώδικες για να τους μιλήσω, ασκώ τις μικρές μου σιωπές μετά από φλύαρα ξεφυσήματα αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω ουσιαστικά στα προσωπικά μας δράματα. Απλά είμαστε, μόνοι, μαζί, αστρόσκονη που διασκεδάζει στα κύτταρά μας, βασανίζεται από τις φοβίες μας, τσαντίζεται από την αλόγιστη έκθεση αλλά δεν είμαι και σίγουρος ότι βιάζεται να ακολουθήσει το δρόμο της χωρίς εμάς. Θραύσματα χαρωπού σύμπαντος με χάχανα, μοναξιές και ακαταλαβίστικους φθόγγους με το δάχτυλο στο γενικό διακόπτη να σαρκάζει την επιφάνεια των χειρονομιών μέχρι να κάνει την οριστική και τελεσίδικη κίνηση. Ωραία!
Τα σέβη μου
Σε συμμερίζομαι περισσότερο απ' ό,τι φαντάζεσαι. Ακούω τα δικά σου γλιστρίματα, χρησιμοποιώ τους κοινότυπους κώδικες για να τους μιλήσω, ασκώ τις μικρές μου σιωπές μετά από φλύαρα ξεφυσήματα αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω ουσιαστικά στα προσωπικά μας δράματα. Απλά είμαστε, μόνοι, μαζί, αστρόσκονη που διασκεδάζει στα κύτταρά μας, βασανίζεται από τις φοβίες μας, τσαντίζεται από την αλόγιστη έκθεση αλλά δεν είμαι και σίγουρος ότι βιάζεται να ακολουθήσει το δρόμο της χωρίς εμάς. Θραύσματα χαρωπού σύμπαντος με χάχανα, μοναξιές και ακαταλαβίστικους φθόγγους με το δάχτυλο στο γενικό διακόπτη να σαρκάζει την επιφάνεια των χειρονομιών μέχρι να κάνει την οριστική και τελεσίδικη κίνηση. Ωραία!
Τα σέβη μου
Κυριακή 30 Μαρτίου 2014
αναπόφευκτα
η κατάσταση χειροτερεύει
έτσι όπως έχεις στοιβάξει τους ανθρώπους μέσα σου
είναι φυσικό να γκρινιάζουν, να κάνουν φασαρία
πρέπει να τους βγάλεις όλους από μέσα σου
για λίγο
να ανοίξεις όσο μπορείς τους χώρους σου,
να τους λιάσεις, να καθαρίσεις, να αερίσεις
κι ύστερα έναν έναν τους ανθρώπους να τακτοποιήσεις
με φροντίδα ξανά μέσα σου
θα είναι καλύτερα και για σένα και γι' αυτούς
έτσι όπως έχεις στοιβάξει τους ανθρώπους μέσα σου
είναι φυσικό να γκρινιάζουν, να κάνουν φασαρία
πρέπει να τους βγάλεις όλους από μέσα σου
για λίγο
να ανοίξεις όσο μπορείς τους χώρους σου,
να τους λιάσεις, να καθαρίσεις, να αερίσεις
κι ύστερα έναν έναν τους ανθρώπους να τακτοποιήσεις
με φροντίδα ξανά μέσα σου
θα είναι καλύτερα και για σένα και γι' αυτούς
Σάββατο 8 Μαρτίου 2014
Ξε Χου
Μπορούσες σίγουρα να πείς οτι προσπάθησε
το στιγμιότυπο
είχε φροντίσει γιαυτό
τα κουρασμένα μάτια, η χλωμάδα
χωρίς αμφιβολία
(γιατί σε ποιόν αρέσει να πονάει;)
Ήταν λοιπόν εκεί
ολόκληρος μια απόδειξη
ολόκληρος μια αδικία
περπατώντας στο πλάι
μιας αφήγησης χιλιοειπωμένης
και πανίσχυρης
Σε κείνο το σημείο της απόλυτης ηρεμίας
στο μάτι του κυκλώνα
εγκλωβισμένος
το στιγμιότυπο
είχε φροντίσει γιαυτό
τα κουρασμένα μάτια, η χλωμάδα
χωρίς αμφιβολία
(γιατί σε ποιόν αρέσει να πονάει;)
Ήταν λοιπόν εκεί
ολόκληρος μια απόδειξη
ολόκληρος μια αδικία
περπατώντας στο πλάι
μιας αφήγησης χιλιοειπωμένης
και πανίσχυρης
Σε κείνο το σημείο της απόλυτης ηρεμίας
στο μάτι του κυκλώνα
εγκλωβισμένος
Κυριακή 2 Μαρτίου 2014
Πές μου. Με τί.
Σε δοκίμασα με νερό θαλασσινό
Για να δω αν ξεβάφεις
Πίστεψέ με
Με τον καιρό όλα φεύγουν
Πρώτα τα καράβια
Πίστεψέ με
Mε τον καιρό όλα αλλάζουν
Πρώτα η ρότα
Γιατί οι άνθρωποι να μη
δένονται μ’ αλυσίδες
Και να μη τρέφονται με τις
σκέψεις μιας στιγμής
Μιας στιγμής χρυσόσκονη
Δεν ξέρω
Είναι φρικτό να μη σε
πιστεύουν
Πιο φρικτό να μη θέλεις
Να σε πιστέψουν
Η αδυναμία να θέλεις να γνωρίσεις
τον εαυτό σου
Μ ’ακούς ;
Εγώ δεν ήθελα να γνωρίσω εγώ
Πιάνεις κάτι που τρέχει και
χάνεσαι
Ξέρεις γλυκιά μου που να
βρεις τώρα άλογα
Μ ’ακούς ;
Δεν υπάρχουν άλογα
Σε λίγο δεν θα υπάρχουν και
καράβια
Θα βγούνε όλα στις αμμουδιές
Σε λίγο δεν θα υπάρχει και
χρυσός
Και πως θα χρυσώσουν τα
καράβια
Θα γίνουν τέρατα
Και ’μείς με τι θα φεύγουμε
που θα μας κυνηγούν
Οι ίσκιοι ;
Πες μου
Με τι.
Νότης Γέροντας
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014
η αλφαβήτα μου
Η άνοιξή μου γεννήθηκε μεσήλικη
Ξέπλεξε τα ολοκόκκινα μαλιά της
έδιωξε τις μέλισσες από τα βλέφαρά της
Ζήτησε έναν καφέ βαρύ γλυκό
Έκανε τράκα ένα τσιγάρο και το άναψε
Χαιρέτησε τον ήλιο
Κι έπιασε να με μάθει την αλφαβήτα της
Τις καινούργιες απαιτήσεις:
Άδραγμα, δεν αρπάζεις, δεν κατοχυρώνεις, δεν χαϊδολογάς,
ακουμπάς το χέρι σου στα σώματα απαλά σα να προσπαθείς να
μετρήσεις
τον πυρετό των παθών τους
Βραδύτητα, με το χρόνο να αιωρείται στα υγρά και τις ευωδίες
χωρίς τις αγχωτικές ρήτρες των προβλεπόμενων συναντήσεων
Γύμνωμα, χωρίς τα πρόσωπα της καθεμέρας, τα κουρέλια των
συμβάσεων
και
τα επιτηδευμένα εσώρουχα από neon
Ένταση, έκταση, έκσταση, χωρίς τη διεκδίκηση καμίας συναισθηματικής
περιουσίας
Ζωντάνια, χωρίς νοσταλγίες, χωρίς τετελεσμένους μέλλοντες,
χωρίς δεσμά
της
ανεπίστρεπτης φθοράς
Ήθος, όχι ψεύτικο θραύσμα της αστικής ηθικής αλλά πολύτιμος λίθος της
διακριτικής ειλικρίνειας και της αφοπλιστικής
απλότητας
Θωριά, διαυγής, ελεύθερη, συγκρατημένη, διαφανής,
ευανάγνωστη,
κελευστική
των οριζόντων, επιταχυντική των εξοικειώσεων
Καύλα, όχι ως χυδαία σεξιστική βωμολοχία αλλά ως
ακριβολογική αυταξία της
κραυγαλέας
σωματικής άνοιξης που δεν χωράει στις γλωσσικές
αναστατώσεις
Λείος, χωρίς εσοχές, χωρίς αναχώματα, χωρίς βάλτους, χωρίς
την αγριάδα
συστολών κι
αναστολών
Μάλας, πολύς, απλόχερος, μεγαλόθυμος, με την ομηρική
καταγωγή των
οριακών
συναισθημάτων
Νέος, με την πλευρά που αναπτύσσεται διαρκώς χωρίς να
ωριμάζει ποτέ
Όλος, γνωρίζοντας πάντα ότι θα είσαι μοναδικός αλλά όχι ο
μόνος
και να το
μαθαίνεις και στους άλλους για τον εαυτό τους στη σχέση τους
μαζί σου και με τους άλλους
Πλέων, ατελεύτητα γλιστρώντας στους ωκεανούς της φθοράς και
της αφθαρσίας,
έκθετος,
αναζητώντας απάνεμους συμμάχους να με κερνάνε μέλι και
δύναμη
Ρηγματωμένος, για να φωλιάζουν οι κυνηγημένοι στις σπηλιές
μου
Σταρένιος, για να τρώνε την κόρα μου μανάδες, την ψύχα μου
μικρά παιδιά,
το
καναβούρι μου άγρια πουλιά και το γλυκάνησο μεθυσμένες
ηλιαχτίδες
Τρωτός, γνωρίζοντας ότι θα με λεηλατήσουν, θα με λυντσάρουν,
θα με πληγώσουν,
θα με
προδώσουν, θα με ξεσκίσουν, θα με φτύσουν
Χαμογελώντας...
Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)