Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Για ένα σπίτι....

....δεν είναι λατρεία στα ντουβάρια....απλά αυτό που λέει ο ποιητής παρακάτω...

"Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
είταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που πάιζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ'εκείνους που έμειναν μ'εκείνους που έφυγαν
μ'άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ'ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να'ρθεί, πως τον στολίζουν
μ'άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να'ρθεί να μ'αποχαιρετήσει

ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις।"

"το σπίτι στη θάλασσα" Σεφέρης

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Δεν είναι τίποτα, απλά μερικές φορές κουράζομαι...

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ.1 (ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ)


Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα

μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…


σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου

καλούσε βοήθεια.


O ουρανός αμίλητος και σταχτύς

το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.

Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων

την πικρή θέληση να ζήσουν!


Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή

οι φίλοι είχαν χαθεί

κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…


…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά

απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες

παιδικές ευπιστίες…


Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών…

και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.


Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν


Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή

που βρίσκουν μια θέση

στη ζωή των άλλων.


Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι

γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.


Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή

μπροστά στο θάνατο

ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…


Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους

οχετούς.


Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα

απ’ το βάθος των περασμένων.


…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη

σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…


Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.


Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…


Η πλατεία θα μείνει έρημη

σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή

λίγη επιείκεια

της την αρνήθηκαν.


Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά

να μας προδώσουν…


Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε

μια θέση

στη ζωή των άλλων.

Ή

ένα θάνατο

για τη ζωή των άλλων…

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Υπάρχει

μια σαφήνεια

σε κάθε απλωμένο κλαδί,

ο άνεμος

ελεύθερα κινείται

και ταράζει

όλες αυτές τις σκέψεις


Εκεί που είναι πεσμένες

η μια πάνω στην άλλη

παλιές, καινούργιες

σοβαρές, θυμωμένες

περνάει

και τις τινάζει

οι καρποί τους

μπορούν να φαγωθούν

ή να σαπίσουν

και να ταΐσουν άλλους


Εμένα

όμως , μου αρέσει

να τους αποξηραίνω

γιατί βέβαια

δεν είναι ποτέ ίδιοι

αλλάζουν

σχήμα, χρώμα . ναι

αλλά

υπάρχουν κάπου

πιάνουν ένα χώρο

μπορώ να τους αγγίξω.


Ο χρόνος βέβαια

προσπαθεί όντως να πνίξει έναν βάτραχο

κι έτσι

το πολύ πριν

μπορεί κι εμένα ακόμη - που το έζησα –

να ξεγελάσει


Δεν έχει νόημα να υφαίνουμε ιστούς

όταν

ένα παιδί,

ζητάει μια λιχουδιά


Έτσι λοιπόν

οι γραμμές

απ’ το περίπλοκο που πας να φτιάξεις

,αδόμητο ακόμη,

είναι τα πάντα


Έτσι

τα πεσμένα σου ξυλαράκια

στα διάφορα μήκη τους

αυτά έχουνε σημασία μόνο

καθένα τους

κι όλα μαζι

και ‘ κείνο το δικό μου,

περισσότερο

απ’ το να είναι η κάσα της πόρτας

περισσότερο

απ’ το να είναι το τέλος μιας σχεδίας

εκείνο το δικό μου ξυλαράκι

το θέλω σκέτο

μια μέρα απ’ αυτές


υπόσχομαι

να μην το αποξηράνω…

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011