Χτες είδα στον ύπνο μου
έναν τύπο
(χρόνια γνώριμο)
σίγουρο πάντα,
με στεντόρεια φωνή πάντα
να κλαίει σαν παιδί
γιατί βαρέθηκε
να είναι σίγουρος πάντα
και με στεντόρεια φωνή πάντα.
Γονατισμένος σε μία γωνία
καταριόταν τους καθρέφτες
τα παράθυρα και τη μοναξιά.
"Δεν ξέρω τελικά"
είπε κουλουριασμένος με κατακόκκινα μάτια
"ποιοί είναι η κόλαση".
Και μου είπε
"απόψε δεν αντέχω τη φωνή μου"
κι ακόμα,
"απ' το κεφάλι μου ξεφυτρώνουν τέρατα
που στοιχειώνουν το σπίτι μου.
Εικόνες απρόσιτες
σαν τις χορτασμένες γάτες".
Και μου παρέδωσε τη διαθήκη του
σε ένα σωρό χαρτιά,
τυπωμένη ιλουστρασιόν τετραχρωμία σχήματος Α5.
Το λοιπόν σήμερα
θα κάτσω να τη μελετήσω
βέβαιος
πως αύριο θα φανεί πάλι σίγουρος
και με στεντόρεια φωνή.
Μα, τον είδα να κλαίει.
Και τέτοιο πράμα ποτέ δεν μου έχει ξανατύχει.
Οπότε
απλά
δεν πήγα στη δουλειά.
Την απουσία δικαιολόγησα
επικαλούμενος παρατεταμένο ύποπτο βήχα.
2 σχόλια:
Εκείνο που μπορώ να διατυπώσω με σαφήνεια είναι ότι ψάχνεις αφορμές για να μην πηγαίνεις στη δουλειά σου αγαπητέ π.κ.
Exactly!
Δημοσίευση σχολίου