Όλα
κοπάζουν κοπάζουν κοπάζουν
κάνουν έλικες
κοπάζουν
στόματα, δέρμα
τριβή
κοπάζουν
μιλούν με βουητά
τεντώνονται
κοπάζουν
ψάχνουν τον ήλιο
ακουμπάνε
ξεκουράζονται
κοπάζουν
διαγράφουν κύκλους
λακκούβες με τα πόδια στην άμμο
μάτια που εξοικειώνονται με καινούργια χρώματα
κοπάζουν
πέτρες – πέτρες – πέτρες
ακούραστη βουλιμία για το αύριο
μέσα – έξω γκλιν -γκλάν
γη που μυρίζει μέλισσες
όρθιες τριχες – φόβοι
κοπάζουν
γίνονται προς τα πίσω
προς τ ανάποδα
μπαίνουν μες στην κουφάλα του δέντρου
Δεν είναι <<κάτι>>
αν δεν το θες
πέρα από ανακούφιση
της λαχανιασμένης διάρκειας
μια λαχτάρα που κυλάει αλλιώς
κι οι συγκινήσεις
-με ατόφιες τις εντάσεις τους-
κοπάζοντας
μας γαργαλούν
(μέσα απ την κουφάλα)
την φτέρνα.