Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Λατρεύοντας τις συνεντεύξεις



''Ποιο από τα έργα σας προτιμάτε;''
- Κανένα.

''Τι γράφετε τώρα;''
- Ότι μου κατέβει.


''Πότε πρωτοδημοσιεύσατε έργο σας;''
- Προ αμνημονεύτων χρόνων.

''Ποια ηλικία είχατε τότε;''
- Καμία.

''Πόσες ώρες εργάζεσθε;''
- Όσες βρω.

''Πόσες ώρες κοιμάσθε;''
- Εξαρτάται από τους γειτόνους.

''Ποιος από τους ποιητάς μας σας αρέσει;''
- Δεν ξέρω.

''Ποιος πεζογράφος μας;''
- Αγνοώ.

''Ποιος ξένος ποιητής;''
- Δεν αποφάσισα ακόμη.

''Ποιος ξένος πεζογράφος;''
- Θα σκεφθώ.

''Ποιος Έλλην θεατρικός συγγραφέας σας αρέσει;''
- Δε σας λέω.

''Σας αρέσει η μουσική;''
- Αχ!

''Ποιον συνθέτη προτιμάτε;''
- Κι εγώ δεν ξέρω.

''Ποιο φαγητό προτιμάτε;''
- Το καλομαγειρεμένο.

''Ποιο φαγητό δε σας αρέσει;''
Το κακομαγειρεμένο.

''Τρώτε πολύ;''
- Το αναγκαίο μου.

''Τι πίνετε;''
- Νεράκι κι άγιος ο Θεός.

''Τι προτιμάτε, τις ξανθιές ή τις μελαχρινές γυναίκες;''
- Τις ωραίες.

''Τα γαλανά μάτια ή τα μαύρα;''
- Τα όμορφα.

Τι αγαπάτε περισσότερο στον κόσμο;''
- Τον κόσμο.

''Θα θέλατε να είστε πλούσιος;''
- Θα αστειεύεσθε.

''Ποιο χρώμα σας αρέσει;''
- Το χρώμα της αιδούς που είναι και το πιο σπάνιο''.

''Τι σας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως;''
- Η προστυχιά.

''Έχετε αδυναμία σε κάποιο ζώο;''
- Σε όλα. Ακόμα και στους ανθρώπους που μοιάζουν με ζώα.

''Δια τις συνεντεύξεις τι γνώμη έχετε;''
- Τις λατρεύω. Αμφιβάλλετε;


Παύλος Νιρβάνας
[Συνέντευξη στην εφημερίδα: ''Αθηναικά Νέα'' - 1936]

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ…

Μα το σκοτάδι πνίγεται
μέσ’ στις πολύχρωμες
τις φωτεινές ρεκλάμες
της Λώρεν
μιας οδοντόπαστας
και των κοιλεπιδέσμων.
Σκαρφαλώνω σ’ ένα λόφο
και ψάχνω μ’ αγωνία
στο τεράστιο εκράν τ’ ουρανού
για να βρω την «Μεγάλη Άρκτο».
Στις οκτώ είχαν δώσει
ραντεβού οι ματιές μας εκεί
Κι’ είναι οκτώ παρά δύο.

Μίμης Φωτόπουλος  

*[Υπηρέτησε το θέατρο για πέντε δεκαετίες, έπαιξε σε πάνω από 100 ταινίες. Παράλληλα ανέπτυξε και άλλα εκφραστικά μέσα, την ζωγραφική, το κολάζ, και προπαντός την ποίηση. Έγραψε εφτά βιβλία και δύο θεατρικά έργα.]

**[Κατά την διάρκεια της Κατοχής, εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ σαν μέλος του Θιάσου Καλλιτεχνών εργάστηκε για την ανύψωση του πολιτισμικού πνεύματος του λαού συγκροτώντας θεατρικές παραστάσεις σε υπόγεια θέατρα. Πολέμησε στα Δεκεμβριανά, κατά την διάρκεια των οποίων το σπίτι του κάηκε απ'τους Εγγλέζους ολοσχερώς (μαζί και με τα 2 χιλιάδες του βιβλία!), ενώ συνελήφθη κατόπιν κατάδοσης:
«Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι τούχανε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απ’ έξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κ’ έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κ’ εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…]

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος


Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος
αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος
και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει
για να σκύψει να τον πιάσει,
σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί
από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης,
ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε
αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας.


Ελένη Βακαλό, Του κόσμου, 1978

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

το ξόρκι της στάχτης


«Στάχτηκα», έλεγε η γιαγιά κι εμείς τη διορθώναμε.

«Σκιάχτηκα λέμε, καλέ γιαγιά».

«Σιγά», απαντούσε αυτή. «Τι σχέση έχουν παιδί μου οι σκιές; Για βλέπεις για ακούς τέτοια πράγματα, στάχτη γίνονται τα μέσα σου».


τσακμάκι

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Αυτός ο έρωτας

Αυτός ο έρωτας
Ο τόσο βίαιος
Ο τόσο εύθραυστος
Ο τόσο τρυφερός
Ο τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Ωραίος όπως το φως της ημέρας
Και άσχημος όπως ο καιρός
Όταν έχει άσχημο καιρό
Αυτός ο έρωτας ο τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας ο τόσο ωραίος
Ο τόσο ευτυχισμένος
Ο τόσο χαρούμενος
Κι ο τόσο γελοίος
Που τρέμει από φόβο σαν ένα παιδί μες στο σκοτάδι
Κι ο τόσο βέβαιος για τον εαυτό του
Σαν ένας ήρεμος άνδρας στο μέσο της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που φόβιζε τους άλλους
Που τους έκανε να μιλούν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας που τον παραμόνευαν
Γιατί τους παραμονεύαμε
Ο παγιδευμένος, ο τραυματισμένος, ο ποδοπατημένος,
Ο τελειωμένος, ο εκμηδενισμένος, ο ξεχασμένος
Επειδή εμείς τον παγιδεύσαμε, τον τραυματίσαμε,
Τον ποδοπατήσαμε, τον τελειώσαμε,
Τον εκμηδενίσαμε, τον ξεχάσαμε
Αυτός ο έρωτας ο τόσο πλήρης
Ο τόσο ζωντανός ακόμη
Κι ο τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Αυτός που υπήρξε
Αυτό το κάτι, το πάντα καινούργιο
Και που δεν άλλαξε
Τόσο αληθινό όσο και ένα φυτό
Που τρέμει όσο και ένα πουλί
Που είναι τόσο ζεστό, τόσο ζωντανό όσο και το καλοκαίρι
Μπορούμε και οι δυο να πάμε και να ξανάρθουμε
Και μετά να αποκοιμηθούμε
Να ξυπνήσουμε, να υποφέρουμε, να γεράσουμε
Να αποκοιμηθούμε ξανά
Να ονειρευτούμε το θάνατο
Να ξυπνήσουμε, να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε
Και να ξανανιώσουμε
Ο έρωτάς μας μένει εκεί
Ξεροκέφαλος όπως ένας γάιδαρος
Ζωντανός όπως ο πόθος
Φοβερός όπως η μνήμη
Ανόητος όπως οι τύψεις
Τρυφερός όπως η ανάμνηση
Ψυχρός όπως το μάρμαρο
Ωραίος όπως το φως της μέρας
Εύθραυστος όπως ένα παιδί
Μας κοιτάζει χαμογελώντας
Και μας μιλά χωρίς να λέει τίποτα
Και εγώ τον ακούω τρέμοντας
Και κραυγάζω
Κραυγάζω για σένα
Κραυγάζω για μένα
Τον ικετεύω
Για σένα, για μένα και για όλους όσους αγαπιούνται
Και που αγαπήθηκαν
Ναι του κραυγάζω
Για σένα, για μένα και για όλους τους άλλους
Που δε γνωρίζω
Μείνε εκεί
Εκεί όπου είσαι
Εκεί όπου ήσουν άλλοτε
Μείνε εκεί
Μην κουνιέσαι
Μη φεύγεις
Εμείς που αγαπηθήκαμε
Σε ξεχάσαμε
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν είχαμε παρά μόνο εσένα πάνω στη γη
Μη μας αφήσεις να γίνουμε ψυχροί
Πάντα όλο και πιο μακριά
Κι οπουδήποτε
Δώσε μας σημάδι ζωής
Πολύ πιο αργά στην άκρη ενός δάσους
Μέσ’ από το δάσος της μνήμης
Φανερώσου ξαφνικά
Άπλωσέ μας το χέρι
Και σώσε μας.

Ζακ Πρεβέρ 

[Απόδοση: Κωνσταντία Γεωργάτσου]

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Μπαλάντα του Μπλουά


Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε,
καμμιά γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.


Francois Villon

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Εξουσία...


"-Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημά της!
- Αυτό είν' όλο.
Νοστάλγησα τα ορυχτά
την άφωνη θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είν' ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά.
Δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.
- Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
-Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα...."


Ν.Καρούζος, "Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη"...

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Δέησις


Διάβολε, ὄχι,
ὄχι πάλι ἐδῶ:
στὸ λίκνο τῆς ἀμάραντης σοφίας,
στὰ χείλη τὰ παχιά της Ἀττικῆς,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ ντεκολτὲ
τῆς ἀηδίας.


Διάβολε, ὄχι,
ὄχι ἐδῶ:
στὰ λόγια τὰ διάτορα, στὰ κλέη
ἐνὸς θανάτου γύψινου
ὅπου ἄδουμε διαρκῶς,
ὄχι στοῦ ἥλιου τὰ ἐγερτήρια ἐλέη,
ὄχι στὰ ἐρείπια τῶν συντηρητῶν.

Διάβολε, ὄχι,
ὄχι ἐδῶ:
σὲ μιᾶς τραυλῆς καμπάνας τὴν ἀπόχη,
σ’ αὐτὸ τὸ Πάσχα τὸ νεκρὸ τῶν λουλουδιῶν,
ὄχι στὰ Ναὶ καὶ στὰ μεγάλα τὰ Ὄχι,
ὄχι στὰ ὁράματα
τῶν ἀνθυπαρχηγῶν.

Διάβολε, ὄχι,
ὄχι ἐδῶ:
σ’ αὐτὴ τὴ δίνη τοῦ νταλκᾶ
ὅπου θηρεύει
θύματα ἡ θλίψη τῶν μικρῶν ὠρῶν,
ὄχι στὸν φοίνικα τὸν μαῦρο ποὺ χορεύει
πάνω ἀπ’ τὸ στάγδην ποτιζόμενο γκαζόν.

Διάβολε, ὄχι,
ὄχι ἐδῶ:
μέσα στῆς στάχτης τὸ γυμνὸ τὸ καλοκαίρι
μ’ ἄδειο ποτήρι παρὰ θίν’ ἀλός,
ὄχι στῆς νύχτας τ’ ἀνοιγμένα σκέλη,
ὄχι στοὺς στίχους τῶν δεινῶν
διαφημιστῶν.

Ὄχι στοῦ λίπους τὶς σταγόνες
ποὺ γυαλίζουν
στὰ ὠχρὰ ρουθούνια τῶν ρεπόρτερ τῆς σειρᾶς,
ὄχι στὸν πίθηκο τῆς μέσα μας ὀθόνης,
ὄχι στὴ δόξα τῆς σφιχτῆς μας τῆς γροθιᾶς.

Ὄχι στοῦ ἴλιγγου τὴ ξοδεμένη δόση,
νόθα ἡρωίνη στὸ μενοὺ τῶν ἐραστῶν,
ὄχι στὸ χάδι
ποὺ μετράει τὴν πτώση,
ὄχι στὴ γλώσσα τὴ σαχλὴ τῶν τραπεζῶν.

Ὄχι στὸν Ἅδη αὐτὸν
ποὺ πάντοτε μᾶς νεύει
μέσα ἀπ’ τοῦ βάλτου
τὰ στεκάμενα νερά.

Ὄχι στοῦ χρόνου τὸ μαχαίρι
ποὺ σαλεύει
μπρὸς στῆς ἀσφάλτου
τὴν κοιλιὰ ποὺ μᾶς ξερνᾶ.

Διάβολε, ὄχι –
ὄχι πάλι ἐδῶ.


Λάμπρος Λαρέλης

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Τα σύννεφα

Τα σύννεφα μάς παρασύρουν σε παρομοιώσεις
Πρέπει να είναι μέρος του αμυντικού τους μηχανισμού
Οι παρομοιώσεις παρασύρουν στην επιείκεια 
Όλα αυτά θα πρέπει να κοπούνε μαχαίρι
Χωρίς παρομοιώσεις τα σύννεφα θα λιμοκτονήσουν


Γ. Στίγκας

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Το όνομα στο κουδούνι δεν άλλαξε ποτέ


Σου ήρθαν τα νέα;

Ξενοίκιασα. Πάει κι αυτό.
Τα χνάρια μου σβήνουν ένα-ένα,
σαν θλιβερή αλληλουχία.
Να δεις, σε λίγο
θα είναι σα να μην υπήρξα ποτέ.
Να το δεις, ε;
Σου έκανα κι αυτή τη χάρη.
Μου είπαν πως το όνομα στο κουδούνι δεν άλλαξε ακόμη.
Ξέχασαν, βέβαια, να αναφέρουν εάν
ένα "σ’αγαπώ” γραμμένο με στυλό,
συνεχίζει να καταπατά το επίθετό μου
κι εάν, στην τελική, υφίσταται ακόμα,
ως τελευταία πράξη ενός σύμπαντος
που και υπήρχαμε και αγαπιόμασταν
και μας ένοιαζε αρκετά, ώστε να το αποτυπώσουμε.
Τώρα πια, από κάποιο άλλο σύμπαν,
σβήνουμε και γράφουμε τον μεγάλο μας επίλογο.
Εγώ γράφω,
εσύ σβήνεις.
Εγώ ονειρεύομαι την χάρτινή μας πόλη,
κι εσύ κρατάς τα σπίρτα στα χέρια σου.
Τι λες;
Θα της βάλεις φωτιά;


Ανώνυμο

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Σελίδα γραπτού

Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Μα να το πουλί-λύρα
που περνά στον ουρανό.
Το παιδί το βλέπει,
το παιδί το ακούει,
το παιδί το φωνάζει:
Σώσε με, παίξε μαζί μου,
πουλί!
Τότε το πουλί κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Και το παιδί παίζει,
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
δεκάξι και δεκάξι πόσα κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπάντων όχι τριάντα δύο
έτσι ή αλλιώς
και φεύγουν.
Και το παιδί έκρυψε το πουλί
μες στο θρανίο του
κι όλα τα παιδιά
ακούν το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
στη βόλτα τους το σκάνε
κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο
ένα ένα το ίδιο φεύγουν.
Και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!
Μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
και οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα.
Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.

Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Αντίο κύριε Μέσκο


Από την κηδεία του Μάρκου Μέσκου στο Γραμματίκοβο Πέλλας

Χτες 200 φίλοι σου σού είπαμε το τελευταίο αντίο. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ δυσκολότερες συνθήκες για την περίσταση. 800 μέτρα ανάβαση μέσα στα χιόνια στον λόφο του χωριού σου που τόσο αγαπούσες από μία απόσταση ασφαλείας. Δύσκολος και ο αποχαιρετισμός, όπως όλα δύσκολα στη ζωή σου. Ζωή γεμάτη δημιουργικότητα, «ωραίους ανθρώπους που αντάμωσες» αλλά και με το τραύμα του μειονοτικού.Δεν σου έδωσαν το χρηματικό έπαθλο για την έκθεση που έγραψες, δεν σου έδωσαν το κορίτσι που αγάπησες, δεν είχες καλές συνθήκες στον στρατό γιατί ήσουνα «εθνικά επικίνδυνος». Η οικογένεια δεν σου επέτρεψε να κάνεις τις σπουδές που ποθούσες (Αρχιτεκτονική ή Φιλοσοφική) και χρειάστηκε να φύγεις εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα για να σπουδάσεις γραφιστική και να γράφεις (ιδού το σχήμα και ο λόγος). Στο μεταξύ, έκανες πολλές ταπεινές δουλειές. Χωρίς να γογγύζεις ποτέ. Σαν να είχες κατανοήσει από πολύ νωρίς ότι τα εξωτερικά δεν μετράνε. Είχες ελάχιστη σχέση με τα χρήματα και με την πολυτέλεια. Θα μπορούσες να είσαι και ασκητής (μήπως δεν ήσουνα;) [από το μπλογκ του Εντευκτηρίου]

«συντροφικά μόνος, συντροφικά ελεύθερος»

«Σώνεται το λάδι. το καντήλι τρεμοσβήνει»
«έτσι λένε
πέρασε η ζωή του. όσον κρατούσε το φως
πάλευε τον Δαίμονα και τα σκοτάδια του»

«θα φύγει μόνος όπως και οι προηγούμενοι. προτιμούσε η ψυχή του ν’ ανέβει στα βουνά και στα λημέρια τους να σκορπίσει σαν ομίχλη στην πρωινή πάχνη»