Ένας διάλογος με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου
Λένε πως έρχεσαι από νύχτα βαθιά
και σκορπίσανε όλοι
Βέβαια αιμόφυρτος με τα φώτα σβηστά
και σε κύκλωσαν όλοι
Έστω ένας χτύπος μα όλα είναι νεκρά
συγκατάνευσαν όλοι
Λένε η ανάσα του θα καίει την καρδιά
κι έγιναν οι δήμιοι σκόνη
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Με τίναξε η φωνή σου εντός μου.
Σε βλέπω να γλιστράς σα μικρός άνεμος στις όχθες του Θερμαϊκού,
βυθισμένος σε μιαν απαλή σιωπή,
με τα χέρια να κρέμονται αμήχανα απέναντι στην προσβλητική αδιαφορία των περιπατητών του απογεύματος,
να κλυδωνίζεσαι γλυκά σε μιαν αναστοχαστική μέθη που δραπετεύει από την εκδικητικότητα των κανόνων,
να γλιστράς στην αγκαλιά των λέξεων και να αναδύεσαι σαν το πιο γοερό τους θυμίαμα,
σκυμμένος πάνω από τον χαμηλοτάβανο ουρανό,
ένα σύννεφο βαρύ σα θνησιγενής έρωτας,
σαν τις υπομονετικές προδοσίες,
σαν την ανέκφραστη χειρονομία που διαφημίζει επίμονα τον ήλιο μιας κάποιας δεσπόζουσας πόλης.
Με τίναξε η φωνή σου εντός μου.
Κι ύστερα θόλωσε η εικόνα σου σα μια ανταύγεια του ηλιοβασιλέματος στη νηνεμία του μεγάλου λιμανιού,
μέσα από τα θραύσματα της στάμνας στη ρίζα αρχαίου τείχους,
από τα βράχια χύθηκες σαν κόκκινο κρασί στην αγκαλιά της βρώμικης θάλασσας,
και χάθηκες οπτασία στον αλμυρό βυθό,
για να αναδύεσαι στα σκοτεινά σοκάκια πότε εδώ και πότε εκεί στα σωθικά της πρωτεύουσας,
μια αλμυρή οπτασία που χαϊδεύει το ακατάλυτο μπετόν,
δεν χαρίζεται,
θυμίζει την αρχέγονη ουσία του έρωτα που συντρίβει τα αφυδατωμένα σώματα,
καθώς αυτά περιδινίζονται στα σταυροδρόμια των σκοτεινών θανάτων,
εσύ, αειθαλής εντιμότητα στους λασπερούς κήπους,
φτερωτή αθωότητα στη ράχη των ερπετών, αγέρωχη φτώχια καθισμένη στη μικρή αυλή των θαυμάτων,
στη γειτονιά των ανείπωτων λέξεων,
να κρατάς εκείνον τον θησαυρό των ερώτων και των θανάτων κρυμμένο για πάντα μπροστά στα μάτια μας.
Θαλερός