Γεννησιμιού μου
από πέτρα και θάλασσα
γδέρνοντας
το ξυπόλυτo δέρμα σε πυργόσπιτα και καλντερίμια
παίζοντας με
τα βράχια πάνω σε αλαφιασμένα κύματα
κυνηγώντας
την άκρη των κεραυνών με την ταχύτητα του δυνατού μου γέλιου
φιλώντας
μεθυσμένη το σκληρό χώμα και χορεύοντας με τα λικνιστά φύκια
κραυγάζοντας
ισοκράτες και μοιρολόγια πάνω από κολυμπήθρες και τάφους
κρεμασμένη
από τους σταλακτίτες των ανεξερεύνητων σπηλαίων
με μάτια κλειστά
νιώθω τον Σιρόκο κι ανιχνεύω την καταγωγή της ερήμου του
παλεύω με
τους εφιάλτες γερμένη πάνω σε αρχαία ξυλόγλυπτα
μπερδεύω τη
μιλιά μέσα στην οξειδωμένη γλώσσα των συντακτικών
φερμένη σε
κατάφορτα μποστάνια και καπνισμένους κάμπους
με τις
πατημασιές ριγμένες πάνω στο μαλακό και λασπωμένο χώμα
με μια
απορημένη ακινησία στο απαλό θρόισμα του σιταριού
με τα μεγάλα
πυκνόφυλλα δέντρα να κρύβουν τα παιχνίδια των αστραπών
ξαπλωμένη στο
δροσερό χορτάρι ποθώντας την αγκαλιά του μονόλιθου
μουρμουρίζοντας
τις μελωδίες των μελισσών στο απάνεμο των μαλλιών
ισορροπώντας
στους σταλαγμίτες των παλαιολιθικών δασών
αντικρίζω
τον ουρανό πάνω από τα σύννεφα βαθιά μέσα στα μάτια
παραμιλώντας
σαν πεφταστέρι μέσα σε μελαγχολικό ονειροπόλημα
ακατάληπτες
λέξεις από τους βρυχηθμούς μέχρι τους πυκνωτές των νοημάτων
κυκλωμένη
από το λερό τσιμέντο και την τρύπια άσφαλτο και τις ασυνάρτητες κεραίες
με τα πόδια
πληγωμένα από σπασμένα γυαλιά και αιχμηρά σκουπίδια
με το βλέμμα
δακρυσμένο να εξατμίζεται πάνω από τις μονωμένες ταράτσες
εναγώνια
ιχνηλατώντας τις συνήθειες των αστικών καταιγίδων
ανυψωμένη για
να ανασαίνω τη ζωή των λίγων και μοναχικών δέντρων
αρνούμενη
μια αντίστιξη πάνω στις χυδαίες μελωδίες των πλαστικών προγραμμάτων
μετεωρίζομαι
στους πολυδαίδαλους υπονόμους και τα βρώμικα αντλιοστάσια
με την πλάτη
στον ουρανό από συστολή για τη βλαστήμια του κόσμου
κλειδωμένη
σε έναν σιωπηλό ύπνο κομμάτι θανάτου εξορισμένου ονειροκρίτη
συλλαβίζοντας
τις συμβάσεις σα να ξερνάω βρισιές στον ανακριτή μου
να δώσω
σχήμα στην πέτρα και τη θάλασσά μου
γδέρνοντας
το ξυπόλυτο δέρμα στους σχιστόλιθους των αγαπημένων χειρονομιών
παίζοντας με
τα ορυκτά των βλεμμάτων και τους αστερίες των ακροδαχτύλων
κυνηγώντας
τη βροχή από σταγόνα σε σταγόνα της πιο βαθιάς συγκίνησης
γλυκά
ζαλισμένη με λόγια που δραπέτευσαν από μοναχικό παγκάκι στην άκρη της πόλης
τραγουδώντας
τους δυνατά αναστατώνοντας τις μεγάλες λεωφόρους του τίποτα
ραντίζοντας με
βαθυκόκκινο κρασί το στόμα της μεγάλης μου σπηλιάς
χαϊδεύοντας
τον αιφνίδιο άνεμο που χτυπάει τα πρόσωπα σε κάθε στροφή της διαδρομής
από το ξύπνο
στον ύπνο κι από την ακροβασία στην υπνοβασία του καθεμέρα
δίνω σχήμα
στις λέξεις μου για να σε συναντήσω και πέτρες στα χέρια μου για να μη σε
πάρουν
από μένα