«Τώρα ψωνίσαμε από σβέρκο μάγκες» ψιθύρισε στη θάλασσα
Ο Mηνάς από την πρύμνη του σαπιοκάραβου
Μόλις που
είχε μπαρκάρει σα λαδάς για να ξεφύγει
από τη Δραπετσώνα
Κι αυτή, η
Δραπετσώνα, δεν τον διεκδίκησε ποτέ ξανά
Πολλά χρόνια μετά θάφτηκε κάτω από
τόνους κρασιού και μυρωμένα στήθη
Για να πεθάνει
μέσα του και να τον έχει παρατημένο σήμερα
Σε μια ουρά με ένα
ψηφοδέλτιο του Τραμπ στο χέρι
Ποιος; Αυτός! Ένας
μετανάστης από τη Δραπετσώνα…
Είναι φορές που
βλέπω τη Θηβών να προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι της
Εκεί από τη
Ρετσινά μήπως και δει λίγο τη θάλασσα στο λιμάνι
Κι ας είναι
βρώμικη σαν κι αυτήν
Χρόνια τώρα
προσπαθεί μάταια
Βλέπεις, οι
πολεοδόμοι αντί για το κεφάλι έχουν διαλέξει να τεντώνουν την ουρά της
Για να φτάσει
μέχρι την Πάρνηθα
Ποια; Αυτή! Ένας
καρόδρομος προσφυγικών παραπηγμάτων…
Κι εμείς βαλαντώσαμε
στο κλάμα πια
Όλο ήρωες και
δράματα, περασμένα μεγαλεία, χαλασμένα οράματα
Ξεχειλωμένες αρτηρίες,
ξεκουρδισμένες καρδιές, ξέμπαρκα ακροδάχτυλα
Ξηλωμένες φιλίες,
ξαστοχισμένοι σύντροφοι, αποξηραμένοι εραστές
Που τώρα ξεφτιλιζόμαστε
για λίγο φάμπιουλους μεταμοντερνισμό
Μήπως και
γλιτώσουμε από τα μίζερα απόνερα της Φουκουσίμα
Ποιοι; Εμείς! Τα
παιδιά της διπλανής πόρτας...
Κι εσείς που
κρέμεστε από την κουπαστή της Βόνταφον
Αγωνιώντας για τα
επόμενα βάουτσερ
Μηρυκάζοντας τις κατάρες
για τον ξεπεσμό
Της πατρίδας, της
θρησκείας και της οικογένειας
Δεν γλιτώνετε από
την κατάρα της ανάνηψής τους
Δούλοι μεταξύ
δούλων, εθνικοί ύμνοι, ψαλμωδίες και πατρικά χαστούκια
Ποιοι; Εσείς! Οι
πρεσβευτές του γιόλο…
Το ραντεβού τις Απόκριες
στο τμήμα αυτόχειρων του Γ’ νεκροταφείου
για μια ριζική
αναθεώρηση της νεκρικής ακαμψίας εν ζωή
ισχύει...