Σε δύσκολες γειτονιές
κάποιες φορές
η μέρα σέρνεται ματωμένη
στην άσφαλτο,
ανήμπορη, κακόμοιρη, απαρηγόρητη.
Εσύ τότε κοτσάρεις για στολή
το μαγικό καλειδοσκόπιο
και κάνεις ύπτιο
στην πλατεία
και της ψιθυρίζεις πράγματα
που ποτέ δε θα μάθουμε
γιατί ποτέ δε μας λες.
Μετράμε θανάτους και γεννήσεις
κι έξαφνα οι νερατζιές
μυρίζουν όσο πιο έντονα μπορούν
για ν' αποδείξουν ότι σ' άκουσαν κι αυτές.
Και μετά;
Μετά το λοιπόν
αρχίζουν τ' αφτιασίδωτα
ανεπιτήδευτα γλέντια
της μέρας
της νύχτας
του ήλιου
του φεγγαριού
της μάνας θάλασσας,
της ομιλούσας σιωπής ο θρίαμβος.
Κι ύστερα;
Ύστερα το λοιπόν
κατάκοπες
και κατάκοποι
πέφτουμε για ύπνο
μάταια προσπαθώντας
ν' ανακαλέσουμε το όνομά σου.
Το άλλο πρωί
πειθόμαστε ότι
δεν έχει σημασία πώς λέγεσαι.
Θυμόμαστε μόνο πως έχεις πρόσωπο
κι ας πασχίζεις
ν' αποδείξεις
το αντίθετο.