Όταν οι χωροχρόνοι κάθε άλλο παρά διευκολύνουν, όταν τα πόδια δεν ξέρουν κατά που να κάνουν, όταν θες να αγγίξεις κάτι που δεν φτάνεις, όταν θες να μιλήσεις και δεν έχεις λέξεις, όταν θες να ακούσεις και καμιά λέξη δεν σε φτάνει, όταν αρχίζεις να ξεχνάς τις μορφές που αγαπάς, όταν το τηλέφωνο χτυπάει πάντα σε λάθος στιγμή, όταν το κοντά γίνεται τόσο μα τόσο μακριά. Πιάνομαι, παρηγορούμαι, ελπίζω, περιμένω…
«Θαρθώ ένα βράδυ,
«Θαρθώ ένα βράδυ,
στρέφοντας το δρόμο που με παίρνει,
θαρθώ να σ’ εύρω μοναχόν με το παλιό ονειρό σου.
Η εσπέρα τις λεπτές σκιές νωχελικά θα σέρνει,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.
Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτείς και
θάναι βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμένα.
Πλάι-πλάι θα καθήσουμε.
Θα πούμε για όσα πάνε
για όσα προτού τα χάσουμε μας είναι πεθαμένα,
για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν’ αληθέψει,
για τη φθορά, και σιγαλά στη σκοτεινή ησυχία,
θα σβύσει κ’ η ομιλία μας κ’ η τελευταία μας σκέψη.
Μα η νύχτα στο παράθυρο θαρθεί να σταματήσει
μύρα κι’ ανταύγειες αστεριών κι’ αύρες
θ’ ανακατέψει με το μεγάλο κάλεσμα που θ’ αποπνέει η φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψει.»
Μαρία Πολυδούρη
Μαρία Πολυδούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου