Τα ποτήρια και άλλα τινα
Μπαίνω πάντα στο κρεβάτι μου σα να μπαίνω στο λεωφορείο. Δεν ξέρω που θα με βγάλει. Μετράω από πριν τα λεφτά μου μα ξεχνώ να λογαριάσω εισιτήριο επιστροφής. "Η ζωή" λέει ο πλαϊνός μου κύριος- και φοράει ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο δείχτη του δεξιού του χεριού, "δεν είναι από μόνη της ζωή. Είναι η αντίσταση στο θάνατο. Εκεί που η αντίσταση πετυχαίνει, ξεχνιέται η αντίσταση, κερδίζεται κάποια νίκη, επιστρέφει η ωραία, η πρώτη ζωή που δεν ξέρει, που ξέχασε την μάχη της". Εγώ ακούω χωρίς να τον κοιτάζω. Δεν απευθύνεται σε μένα. Βλέπω το δαχτυλίδι του. "Κι η τέχνη" λέει ο άλλος κύριος πλάι του, αυτός που φοράει ένα μικρό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού, "η τέχνη είναι η πράξη που αντιστέκεται στην πράξη, δικαιολογώντας την ζωή χωρίς να πρέπει να το ξέρει, μα το ξέρει. Ειδικά η ποίηση είναι η ίδια η αντίσταση που τείνει να καταργήσει την αντίσταση για να υπάρξει σαν ζωή. Είναι η πράξη της αδυναμίας για πράξη". Αυτός μιλάει με ψιλή φωνή μα δυνατή και καθαρή. Φανερό πως θέλει να τον ακούσω κι εγώ. Εγώ κάνω πως δεν ακούω. Δεν κοιτάω ούτε το μικρό δαχτυλίδι. "Η κριτική" λέει τώρα ο ίδιος με προσποιητά επίσημη φωνή "είναι ο φόβος του προσωπικού θανάτου και η αντίσταση στο φόβο ή μάλλον η λήθη και μεταστροφή του φόβου. Εκεί που ο κριτικός λιγότερο φοβάται, πλησιάζει την ποίηση. Εκεί που αντιστέκεται πετυχημένα στο φόβο του εαυτού του, στο φόβο του κρινόμενου έργου που του δείχνει όλο του το φόβο, στο φόβο της δόξας του άλλου, δημιουργεί κριτική. Ζει την λειτουργία του ίδιου του καλλιτέχνη: φθείρεται και χτίζει. Θεμελιώνει την δόξα του στο θάνατοτης δικής τουπροσωπικότητας. Είναι μια τρομερή συναντηση με όλο το θάνατο".
Αυτό το "τρομερή συνάντηση" το 'πε με τόσο αστεία φωνή, που δεν άντεξα. "Κουραφέξαλα κύριοι" λέω. "ποιος θάνατος κύριοι ποια ζωή, ποιος ποιητής, ποιος κριτικός; Όταν πλύνεις τα ποτήρια, τ' αφήνεις ανάποδα στο μάρμαρο του νεροχύτη να στραγγίξουν.Άμα τα σηκώσεις από κεί μένουν στο μάρμαρο κάτι νερένια στεφάνια που καθόλου δεν σημαίνουν πως εκεί βρίσκονταν πριν ανάποδα ποτήρια. Είναι απλώς νερένια στεφάνια. Όμως, στον αέρα, μένει επ'ακριβώς το σχήμα κι η διαφάνειατων ποτηριών. Έτσι μονάχα να σαλέψεις το μικρό σου δάχτυλο (χωρίς δαχτυλίδι) κουδουνίζει ολάκερος ο αέρας. Είναι αυτό που λέμε στο ποίημα "το ακούω" Μα ο κριτικός, κύριοι, που ν'ακούσει; - κι ας έχει στ' αυτί του ένα γυαλιστερό κουμπί και το σύρμα στην τσέπη του γιλέκου του". Έτσι είπα, στην αρχή θυμωμένος, ύστερα όχι. Κατεβαίνω τα τρία σκαλια του κρεβατιού μου, σπρώχνοντας ελαφρά τον κοιμισμένο εισπράκτορα, κι ανεβαίνω στην στέγη. Βλέπω το λεωφορείο να συνεχίζει τον δρόμο του και τους δύο κυρίους με τα δαχτυλίδια να με κοιτάνε σα χαζοί πίσω από τα τζάμια.
Γιάννης Ρίτσος
ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ
Μπαίνω πάντα στο κρεβάτι μου σα να μπαίνω στο λεωφορείο. Δεν ξέρω που θα με βγάλει. Μετράω από πριν τα λεφτά μου μα ξεχνώ να λογαριάσω εισιτήριο επιστροφής. "Η ζωή" λέει ο πλαϊνός μου κύριος- και φοράει ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο δείχτη του δεξιού του χεριού, "δεν είναι από μόνη της ζωή. Είναι η αντίσταση στο θάνατο. Εκεί που η αντίσταση πετυχαίνει, ξεχνιέται η αντίσταση, κερδίζεται κάποια νίκη, επιστρέφει η ωραία, η πρώτη ζωή που δεν ξέρει, που ξέχασε την μάχη της". Εγώ ακούω χωρίς να τον κοιτάζω. Δεν απευθύνεται σε μένα. Βλέπω το δαχτυλίδι του. "Κι η τέχνη" λέει ο άλλος κύριος πλάι του, αυτός που φοράει ένα μικρό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού, "η τέχνη είναι η πράξη που αντιστέκεται στην πράξη, δικαιολογώντας την ζωή χωρίς να πρέπει να το ξέρει, μα το ξέρει. Ειδικά η ποίηση είναι η ίδια η αντίσταση που τείνει να καταργήσει την αντίσταση για να υπάρξει σαν ζωή. Είναι η πράξη της αδυναμίας για πράξη". Αυτός μιλάει με ψιλή φωνή μα δυνατή και καθαρή. Φανερό πως θέλει να τον ακούσω κι εγώ. Εγώ κάνω πως δεν ακούω. Δεν κοιτάω ούτε το μικρό δαχτυλίδι. "Η κριτική" λέει τώρα ο ίδιος με προσποιητά επίσημη φωνή "είναι ο φόβος του προσωπικού θανάτου και η αντίσταση στο φόβο ή μάλλον η λήθη και μεταστροφή του φόβου. Εκεί που ο κριτικός λιγότερο φοβάται, πλησιάζει την ποίηση. Εκεί που αντιστέκεται πετυχημένα στο φόβο του εαυτού του, στο φόβο του κρινόμενου έργου που του δείχνει όλο του το φόβο, στο φόβο της δόξας του άλλου, δημιουργεί κριτική. Ζει την λειτουργία του ίδιου του καλλιτέχνη: φθείρεται και χτίζει. Θεμελιώνει την δόξα του στο θάνατοτης δικής τουπροσωπικότητας. Είναι μια τρομερή συναντηση με όλο το θάνατο".
Αυτό το "τρομερή συνάντηση" το 'πε με τόσο αστεία φωνή, που δεν άντεξα. "Κουραφέξαλα κύριοι" λέω. "ποιος θάνατος κύριοι ποια ζωή, ποιος ποιητής, ποιος κριτικός; Όταν πλύνεις τα ποτήρια, τ' αφήνεις ανάποδα στο μάρμαρο του νεροχύτη να στραγγίξουν.Άμα τα σηκώσεις από κεί μένουν στο μάρμαρο κάτι νερένια στεφάνια που καθόλου δεν σημαίνουν πως εκεί βρίσκονταν πριν ανάποδα ποτήρια. Είναι απλώς νερένια στεφάνια. Όμως, στον αέρα, μένει επ'ακριβώς το σχήμα κι η διαφάνειατων ποτηριών. Έτσι μονάχα να σαλέψεις το μικρό σου δάχτυλο (χωρίς δαχτυλίδι) κουδουνίζει ολάκερος ο αέρας. Είναι αυτό που λέμε στο ποίημα "το ακούω" Μα ο κριτικός, κύριοι, που ν'ακούσει; - κι ας έχει στ' αυτί του ένα γυαλιστερό κουμπί και το σύρμα στην τσέπη του γιλέκου του". Έτσι είπα, στην αρχή θυμωμένος, ύστερα όχι. Κατεβαίνω τα τρία σκαλια του κρεβατιού μου, σπρώχνοντας ελαφρά τον κοιμισμένο εισπράκτορα, κι ανεβαίνω στην στέγη. Βλέπω το λεωφορείο να συνεχίζει τον δρόμο του και τους δύο κυρίους με τα δαχτυλίδια να με κοιτάνε σα χαζοί πίσω από τα τζάμια.
Γιάννης Ρίτσος
ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου