Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν
Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει
Λέγαμε: "Η θάλασσα θα υπάρχει πάντα
να δίνει στις πέτρες την ασπρίλα του αλατιού".
Λέγαμε: "Πάντα θα υπάρχουνε οι βράχοι
να δίνουν στο αρμυρό νερό τα θρύψαλα της άμμου".
Κι ήμαστε σίγουροι εμείς οι δύο,
που μοιάζαμε τόσο στα βράχια και στη θάλασσα,
ήμαστε σίγουροι απολύτως πως ότι και να γίνει
πάντα μια μέσα κίνηση θα μας ενώνει.
Σήμερα, τίποτα δεν κυκλοφορεί ανάμεσά μας.
Τίποτα.
Ακόμα δεν τ' ομολογούμε ανοιχτά.
Μονάχα που αποφεύγουμε τις παλιές παρομοιώσεις.
Κι η δυσκολία
δεν είναι να παραδεχτείς έναν καινούργιο θάνατο
μα το να στήνεις πάλι μια προτομή νεκρού
μέσα σ' αυτές τις πολυδαίδαλες μυστικές σου κατακόμβες.
Τ. Πατρίκιος
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012
δε θέλω να αφήσω την μπάλα που κρατάω στο χέρι μου να σπάσει ούτε να την κρατάω για πάντα..
μη μου λες να προσέχω γιατι καταλαβαίνω πως είσαι εδώ και με κοιτάς